Προβλήθηκε το ντοκιμαντέρ της Ελεονώρας Φιώρου «Το Οροπέδιο της Εγκλουβής: Κωδικός ILL293»

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΠΙΟΠ
Προβολή του ντοκιμαντέρ της Ελεονώρας Φιώρου: Το Οροπέδιο της Εγκλουβής: Κωδικός ILL293

Στο Ιστορικό Αρχείο του Πολιτιστικού Ιδρύματος του Ομίλου Πειραιώς, στον Ταύρο, προβλήθηκε το ντοκιμαντέρ της Ελεονώρας Φιώρου «Το Οροπέδιο της Εγκλουβής: Κωδικός ILL293» και άνοιξε στις 19/11/2018 το κύκλο των προβολών που θα πραγματοποιούνται μία φορά κάθε μήνα, αρχής γενομένης από το Νοέμβριο, επιλεγμένων ντοκιμαντέρ πρόσφατης και παλαιότερης κινηματογραφικής παραγωγής παρουσία των δημιουργών και άλλων προσκεκλημένων.

Η φωτογράφος-σκηνοθέτις προλόγισε την ταινία της και εισήγαγε στους προσκεκλημένους στο θέμα που θα παρακολουθούσαν. Επίσης αφηγήθηκε και μικρές ανθρώπινες ιστορίες από τη δημιουργία της ταινίας. Ας διαβάσουμε τον πρόλογό της:

Κυρίες και κύριοι, φίλες και φίλοι, σας ευχαριστώ θερμά που με τιμάτε με την παρουσία σας.
Θέλω να ευχαριστήσω επίσης το Ιστορικό Αρχείο του Ομίλου Πειραιώς και ιδιαίτερα τον κ. Καλαποθάκη διότι μετά την πρόσκλησή τους είχαμε απόψε την ευκαιρία για αυτήν την εκδήλωση.

Από μένα θα ακούσετε και θα δείτε μια ιστορία του γενέθλιου τόπου μου, του νησιού της Λευκάδας, ο οποίος είναι γενέθλιος τόπος και για κάποιους από σας. Η ιστορία αυτή αποτελείται από τρία κεφάλαια που δημιουργούν μία ενότητα: Το χωριό της Εγκλουβής, την ομώνυμη ξακουστή φακή, και τον πανάρχαιο, πρωτογενή οικισμό των Βόλτων με τα πέτρινα κτίσματα και τα αλώνια.

Σε υψόμετρο περίπου oκτακοσίων μέτρων, σε απόσταση μόλις 18 χιλιομέτρων από τη Χώρα, βρίσκεται το ορεινότερο χωριό του νησιού τής Λευκάδας, η Εγκλουβή. Είναι κυριολεκτικά περικυκλωμένη, «εγκλωβισμένη», απ’ τα πιο ψηλά βουνά τής Λευκάδας, τον Αϊ Λια και την Ελάτη.

H Εγκλουβή έχει την τύχη να κατέχει τις μεγαλύτερες εκτάσεις απ’ όλα τα χωριά τού νησιού, που έκαναν το χωριό από τα πιο πλούσια. Ο ένας ελαιώνας του χωριού αρχίζει λίγο πιο πάνω απ’ το παραθαλάσσιο θέρετρο Νυδρί, στο μικρό χωριό Παλιοκατούνα. Ο άλλος εκτείνεται προς το κέντρο του νησιού της Λευκάδας, προς τα χωριά Πλατύστομα και Καρυά. Όμως, η καρδιά τού χωριού χτυπά στο οροπέδιο Βουνί που βρίσκεται διακόσια μέτρα ψηλότερα από το χωριό, σε υψόμετρο περίπου χιλίων μέτρων.

Η γη του οροπεδίου είναι καρπερή και πλούσια σε κάλιο. Εδώ έχουν τα χωράφια τους οι Εγκλουβισάνοι και εδώ καλλιεργούν την περίφημη φακή Εγκλουβής, πηγή ζωής και παραγωγής τού μεγαλύτερου ποσοστού εισοδημάτων τού χωριού. Θεωρείται η καλύτερη φακή στο κόσμο λόγω της μεγάλης περιεκτικότητά της σε κάλιο και σίδηρο, είναι βραστερή και αποτελεί βιολογικό προϊόν.

Η φακή της Εγκλουβής είναι καθαρά ξηρικό προϊόν και φυλάσσεται με άλλους σπόρους στο Διεθνές Κέντρο Αγροτικής ΄Ερευνας για τις Ξηρές Περιοχές (ICARDA) στη Συρία. Φέρει δε τον κωδικό ονομασίας ILL 293. Ο κωδικός αυτός ήταν η έμπνευση για τον μοντέρ της ταινίας μου τον αείμνηστο Αλέξη Πεζά να γίνει ο νονός του τίτλου «Το Οροπέδιο της Εγκλουβής: Κωδικός ILL293». Εγώ είχα δώσει άλλον τίτλο στην ταινία.

Να κάνω εδώ μία παρένθεση. Ο Αλέξης Πεζάς ήταν ο θετός γιος της Μελίνας Μερκούρη και έμαθε την τέχνη του μοντάζ στη μουβιόλα του Ζύλ Ντασέν στο Παρίσι, όπου έζησε και εργάστηκε πολλά χρόνια. Μουβιόλα ήταν το μηχάνημα όπου έμπαινε το φίλμ για να γίνει το μοντάζ όταν οι κινηματογραφιστές χρησιμοποιούσαν αυτό το υλικό για τις λήψεις τους. Στη συνέχεια ο Πεζάς μεταπήδησε όπως και οι άλλοι μοντέρ στο ψηφιακό μοντάζ. Ερχόταν συχνά με την οικογένειά του στη Λευκάδα. Το καλοκαίρι του 2010 θέλησε να γνωρίσει από κοντά τις γυναίκες της Εγκλουβής που για τέσσερεις μήνες έβλεπε κάθε μέρα στην οθόνη του υπολογιστή.

Ανεβήκαμε στην Εγκλουβή όπου συνάντησε την Ντούλα Περδικάρη και την Μαυρέτα Βανδώρου, οι οποίες τον καλοδέχτηκαν και τον φίλεψαν φακή. Η συνάντησή τους για τη γυναίκα του Μαρία και για μένα ήταν πολύ συγκινητική. τη συνάντηση και είχε Το επόμενο καλοκαίρι ο Πεζάς έφυγε από τη ζωή μετά από μακροχρόνια μάχη με την επάρατη νόσο. Άφησε μεγάλο κενό στην οικογένειά του, στους φίλους του και τον ελληνικό κινηματογράφο. (Σ.Σ. Ο Λευκαδίτικος Λόγος είχε γράψει τότε για τη συνάντηση και είχε δημοσιεύσει φωτογραφίες).

Θα σας ξαναπάω στο Οροπέδιο Βουνί. Ολόγυρα από τα φακοχώραφα απλώνεται ο πανάρχαιος οικισμός των Βόλτων, που αποτελείται από 70 πέτρινα θολωτά κτίσματα και 104 αλώνια, μοναδικός στον κόσμο για την ιδιαιτερότητά του, διότι αποτελεί οικιστικό συγκρότημα. Εκεί που τελειώνει ο βόλτος αρχίζει το αλώνι του επόμενου κτίσματος.
Βρέθηκα για πρώτη φορά στο Οροπέδιο Βουνί, το 1999. Αφορμή ήταν η φωτογράφηση τής μικρής εκκλησίας τού Αϊ Δονάτου, που βρίσκεται στο οροπέδιο για τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση τής Λευκάδας. Για να φθάσω στο Βουνί ακολούθησα το δρόμο που περνάει από τις Βάσεις της Ελληνικής Αεροπορίας και την τέως Αμερικάνικη Βάση και διασχίζει το σεληνιακό, αμμώδες, ανάγλυφο τοπίο του Αμμόκαμπου ή Αχόκαμπου, όπως ονομάζουν οι ντόπιοι το εξωπραγματικό αυτό αμμορυχείο. Μέσα στην αχλή τού καλοκαιρινού μεσημεριού, ξεχώριζε στο βάθος τής κοιλάδας ο Αϊ Δονάτος, τοποθετημένος κυριολεκτικά στην αγκαλιά τού βουνού τής Ελάτης. Δεξιά και αριστερά του δρόμου και στην πλαγιά, σωροί από πέτρες δημιουργούσαν ασαφή σχήματα. Καθώς κατέβαινα αργά με το αυτοκίνητο, οι πέτρες έπαιρναν μορφή και μεταμορφώνονταν σε αλώνια. Στη βάση τους ορθώνονταν θολωτοί πέτρινοι όγκοι κτισμάτων, οι βόλτοι. Είχα ακούσει για τους βόλτους, αλλά δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ το μαγικό τρόπο που θα παρουσιάζονταν μπροστά μου. Από ψηλά δεν μπορούσα να τους διακρίνω γιατί δεν έγραφαν στα μάτια μου. Τόσο είναι αρμονικά δεμένοι οι βόλτοι με το γύρω χώρο. Από τότε έγινα συχνή επισκέπτρια, δέσμια αυτής τής μαγείας.
Γεγονός είναι ότι το οροπέδιο Βουνί και ο οικισμός τών Βόλτων με τά αλώνια εκπέμπουν φοβερή ενέργεια. Η ομορφιά τού χώρου είναι απίστευτη. Σε μαγνητίζει η αίσθηση και η παρθενικότητα τού τόπου. Το απογευματινό, δυτικό φως σε μαγεύει και σε αιχμαλωτίζει. Έχανα την αίσθηση τής βαρύτητας. Το βάρος των σαράντα κιλών τού φωτογραφικού μου εξοπλισμού έμοιαζε ασήμαντο. Είναι και ο ήχος τού οροπεδίου. Περιοδικός, με ένταση, που διακόπτεται από κελαηδίσματα πουλιών, βόμβο εντόμων, κουδουνίσματα και βελάσματα, οπλές αλόγων και μερικές φορές από το σήμαντρο τού Αϊ Δονάτου.
Την άνοιξη το οροπέδιο είναι διάσπαρτο από πολύχρωμα αγριολούλουδα. Ξεφυτρώνουν από παντού, ακόμη και από την κορυφή των Βόλτων. Τέτοια ποικιλία αγριολούλουδων σπάνια συναντάς. Τα περισσότερα είναι ζιζάνια της φακής και πρέπει να βγουν από το χωράφι. Βλέπεις το καθαρό βοτανισμένο χωράφι με τη φακούλα και τα λευκά της άνθη και δίπλα στο χέρσο τόπο, την όμορφη μωβ σπάθη, με τα υπέροχα σχήματα τον ψηλό «σπλώνο» με τα κίτρινα άνθη όπου καταφεύγουν οι χρυσομάνες, τα μοβ αγριόκρινα, πολύχρωμες μαργαρίτες, αμέτρητες κόκκινες παπαρούνες. Στην περιοχή Αράκλι, φύεται ένα σπάνιο αγριολούλουδο της ελληνικής χλωρίδας, η παιώνια ή «ο κούκος», όπως την ονομάζουν οι ντόπιοι, με το φοινικικό χρώμα και τους κίτρινους στήμονες. Εκεί με οδήγησε ο αείμνηστος Φώτης Κοντογιώργης που είχε το καφενείο στην πλατεία του χωριού. Ο μπάρμπα- Φώτης, όπως τον έλεγα, που είχε τρομερό χιούμορ, με οδήγησε στη «μυστική πλαγιά» με τις όμορφες παιώνιες και τις φωτογράφισα. Έτσι γινόταν και το ρεπεράζ της ταινίας. Τον επόμενο χρόνο θα κινηματογραφούσα. Την 1η Ιουνίου ανεβήκαμε με το συνεργείο στο Βουνί αχάραγα. Μας περίμενε πυκνή ομίχλη και σύννεφα που τύλιγαν τους Βόλτους και τον Άι Δονάτο. Ξεχώρισαν μόνον τα κίτρινα σπάρτα. Θα δείτε πλάνα στην ταινία. Αφού κινηματογραφήσαμε πήγαμε στο Αράκλι, ένα χιλιόμετρο δρόμο, όπου ήταν ντάλα καλοκαίρι. Χιλιάδες έντομα πετούσαν και στην ηχογράφηση ακουγόταν κυριολεκτικά σαν «στούκας». Όταν ανέβηκα στη μυστικά πλαγιά οι «κούκοι» είχαν ξεραθεί. Με κυρίεψε απελπισία. Ανέβαινα στις πλαγιές, κατέβαινα, οι όμορφες παιώνιες είχαν πεθάνει.
«Πάμε να φύγουμε» φώναζαν οι συνεργάτες μου «Θα σε φάει καμία σφίγγα, είμαστε αλλεργικοί».
« Πηγαίνετε στον ίσκιο και καθίστε στο αυτοκίνητο. Αν δεν βρω κούκο δεν φεύγουμε από δω» τους απάντησα. Περπάτησα χαμηλότερα και κει δίπλα σε ένα αμπελάκι, σε μια ξερολιθιά, με περίμενε η τελευταία παιώνια της άνοιξης, φρέσκια, κατακόκκινη και ολάνθιστη. Αυτή θα δείτε και στην ταινία.
Είναι γεγονός ότι πολλές είναι οι ιστορίες που συνέβησαν κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, οι περισσότερες ευτυχώς καλές.
Το οροπέδιο τής Εγκλουβής είναι ευλογημένος και καλότυχος τόπος, επειδή δεν έχει εγκαταλειφθεί όπως άλλες ορεινές περιοχές τής Ελλάδας. Τον κράτησαν ζωντανό οι Εγκλουβισάνες. Από το 2003, όταν ανέβαινα στο χωριό, τις έβλεπα κάθε μέρα με την παραδοσιακή λευκαδίτικη φορεσιά τους, άλλες με τα ζώα τους, γαϊδούρια ή άλογα-τα είχαν ακόμη- κι άλλες με τα πόδια και ελάχιστες με τα αγροτικά αυτοκίνητα και τους άντρες τους να ανεβαίνουν από το χωριό στο οροπέδιο, για να δουλέψουν με τα χέρια τη γη τους. Οι πιο πολλές δούλευαν στα χωράφια μόνες τους γιατί οι άνδρες τους ή είχαν πεθάνει ή ήταν ηλικιωμένοι και άρρωστοι και τα παιδιά τους φευγάτα. Κληροδότησαν στα παιδιά τους και τα εγγόνια τους το χρυσό σπόρο της φακής.
Θα σας διηγηθώ πως γνώρισα αυτές τις γυναίκες. Το 2001, ένα καλοκαιρινό απόγευμα του Σεπτέμβρη ανέβηκα στο Οροπέδιο Βουνί για να φωτογραφίσω τους Βόλτους. Εκεί που κυνηγούσα το δυτικό φως που έμοιαζε με κινούμενο προβολέα που φώτιζε περιοδικά και έφερνε μπρος στα μάτια μου θαύματα, πίστευα ότι ήμουν μόνη μου στον υπερβατικό εκείνο τόπο. Ξαφνικά από το πουθενά, μέσα από ένα αλώνι εμφανίστηκε μία όμορφη γυναίκα με τη φορεσιά της.
-«Τι κάνεις εδώ πάνω ολομόναχη, μαρή κοπέλα: Πως σε λένε;»
-«Ελεονώρα Φιώρου. Είμαι από τη Λευκάδα, μπρανέλα, ξέρεις, και φωτογραφίζω τους Βόλτους για την Ελευθεροτυπία, την εφημερίδα όπου εργάζομαι», της απάντησα.
«Σε λίγο θα νυχτώσει. Πάμε στο σπίτι μου, στο χωριό να σε τρατάρω».
Δεν το διαπραγματεύτηκα. Την ακολούθησα, δε δημοσίευσα στην εφημερίδα, έγινε πρώτα το βιβλίο και ακολούθησε η ταινία.

Από τη Μαυρέτα γνώρισα τις γυναίκες στο χωριό. Μου άνοιξαν τα σπίτια τους, έγιναν φίλες μου, είδα την καθημερινότητά τους, γέλασα με το πηγαίο χιούμορ τους και κάθε μία πρόσθεσε και από κάτι στο βιβλίο και την ταινία. Όμως η επιστήθια φίλη μου ήταν η Μαυρέτα. Με φιλοξενούσε συχνά στο σπίτι της.

Καλονοικοκυρά, καλή μαγείρισσα, όλα στο σπίτι της πεντακάθαρα. Λαίμαργη με τη δουλειά και τη γη της. Όλα έπρεπε να γίνουν όπως παλιά. Να κλαδέψει, τα αμπέλια, να βοτανίσει τη φακή. Ερχόταν και ο γιος της από την Αθήνα. Τα βράδια καθόμασταν δίπλα στο τζάκι. Είχα τόσες ιστορίες να μοιραστώ μαζί της, δεν έμοιαζε με γυναίκα του χωριού. Με ορμήνευε, με προστάτευε, παρακολουθούσε από κοντά τον αγώνα μου και με καταλάβαινε. Έβλεπα την καλαισθησία της, που την αποτύπωνε στα όμορφα λευκαδίτικα κεντήματά και στις δαντέλες της. Η Μαυρέτα είχε μεγάλη ικανότητα με το λόγο, καταπληκτική ευφράδεια. Τη φώναζα “prima vista” μου. Ποτέ δεν την κινηματογράφησα τρίτη φορά. Συζητούσαμε τι θα πει και μπροστά στη κάμερα γινόταν μία καταπληκτική ηθοποιός που με αμεσότητα ανακαλώντας τις μνήμες της έδινε ροή στο λόγο της.

Σήμερα από τις γυναίκες της ταινίας που φορούν την παραδοσιακή φορεσιά ζουν μόνον τρεις. Η Μαυρέτα έχει καταβληθεί από τη νόσο του αλτσχάιμερ και δεν γνωρίζει τα παιδιά της. Θέλω απόψε να της στείλω την αγάπη μου και τη σκέψη μου και να της πω ότι πάντα τη θυμάμαι και θα τη θυμάμαι με αγάπη.
Υπάρχει κινηματογραφικό υλικό 60 ωρών. Υπάρχει και ο κύκλος των αμπελιών. Ίσως κάποια μέρα να αξιωθώ να κάνω ένα αφιέρωμα αποκλειστικά σε αυτές τις γυναίκες.

Όπως θα δείτε και στην ταινία, και σήμερα παραμένουν δύο τα ερωτήματα. Τι θα απογίνει ο σπόρος της φακής και τι θα γίνει με την αποκατάσταση του αρχαίου μνημείου των Βόλτων.

Μετά την προβολή του ντοκιμαντέρ ακολούθησε συζήτηση.

Eκ μέρους των Λευκαδίων παραβρέθηκαν: Από την Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών ο Πρόεδρος κ. Αθανάσιος Μελάς, από το Σύλλογο Λευκαδίων Αττικής «Η Αγία Μαύρα» το μέλος του Δ.Σ κ. Αντώνης Σολδάτος και με την ιδιότητά του ως ταμίας της Ε.Λ.Μ., ο Πρόεδρος της Ένωσης Αγιοπετριτών Αττικής κ. Απόστολος Αντύπας και από το ΦΟΙΒΟ Ο.Σ.Δ. στην Αθήνα, του οποίου είναι μέλος η κ. Φιώρου, το μέλος του Δ.Σ., ο φωτογράφος κ. Γιάννης Ασημακόπουλος.

Από το Δ.Σ. του Σύλλογο Εγκλουβισάνων Αττικής δεν παραβρέθηκε εκπρόσωπος.


Πηγή