Ογδόντα πέντε χρόνια από την έκδοση της «Μαραμπού» του Νίκου Καββαδία

Το σπουδαίο έργο του Νίκου Καββαδία

Συντάκτης: Βασίλης Κ. Καλαμαράς

Φωτογραφίες: Αρχείο Ρήγα Καππάτου

Ο Νίκος Καββαδίας (1910-1975), αυτός ο διαρκώς φυγάς ποιητής, ο ερωτευμένος με την ωκεανική θάλασσα, τους δοκιμαζόμενους ναυτικούς και τα τετράποδα της λαμαρίνας, εξακολουθεί να αποτελεί σημείο αναφοράς ενός πολυπληθούς αναγνωστικού κοινού. Το ποιητικό έργο του, στον απόηχο της μαθητείας του στις κατακτήσεις του Ουράνη, του Καρυωτάκη, του Μποντλέρ, του Κορμπιέρ και του Πόε, πλάστηκε με το εικονοκλαστικό πρωτογενές υλικό της ταξιδιωτικής εμπειρίας.

Ωστόσο, δεν αναπολεί τη θαλασσινή εμπειρία νοσταλγικά ως κάτι το μουσειακό και τετελεσμένο, αλλά δοκιμάζει κατά τις στιγμές της συγγραφής να την επαναφέρει στον αναστοχαστικό δημιουργικό ορίζοντα, απολύοντας τα στοιχεία μιας εύκολης αναπαράστασης εντυπώσεων, που βυθίζει τον σκεπτόμενο οφθαλμό στην εξωτική γραφικότητα.

Καίσαρ ΕμμανουήλΑρχείο Ρήγα Καππάτου

Ο ποιητής Καίσαρ Εμμανουήλ, ο πρώτος που επισήμανε την περίπτωση του Νίκου Καββαδία και την εξέλιξή της

Τη χρονιά που διανύουμε συμπληρώνονται ακριβώς ογδόντα πέντε χρόνια από την κυκλοφορία του πρώτου του βιβλίου, της ποιητικής του συλλογής «Μαραμπού». Προτού την εκδώσει ακόμη, και αφού έχει προηγηθεί ανάμεσα στον Νίκο Καββαδία και στον Καίσαρα Εμμανουήλ ένας ποιητικός διάλογος από τις σελίδες του πειραϊκού περιοδικού «Ρυθμός», ο πρεσβύτερος –κατά οκτώ χρόνια– ποιητής (1902-1970) του γράφει σε επιστολή του (Πειραιάς 4 Μαρτίου 1933):

«Είσαι ένας ποιητής με ταλέντο – ένα ιδιότυπο ταλέντο, που με κάποια αυτονόμηση και αυτοπειθάρχηση θα μπορούσε πολύ σύντομα να φθάσει στο στάδιο ωριμότητας. Τα δύο σου ποιήματα [σ.σ. “Παράπονο” και “Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ”, περ. “Ρυθμός”, τχ. 1, Σεπτέμβριος 1932 και τχ. 6, Μάρτιος 1933] που έχω υπόψη μου είναι ποιήματα που δείχνουν φανερά μιαν έντονη ποιητική ιδιοσυγκρασία, που συγκροτούμενη και συνειδητοποιούμενη με τον καιρό, θα μπορέσει ν’ αποδώσει, με ρυθμό εντελώς προσωπικό, όλη την ανησυχία της σύγχρονης κοσμοπολίτικής μας ζωής.

»Είσαι ένας decadent, αν αγαπάς τις ετικέτες. Κάτι περισσότερο, νομίζω: Φαίνεσαι ένας ηδονιστής. Και οι ποιηταί που αγαπούν με τόλμη την ηδονή κατακτούν πληρέστερα και ολοκληρωτικά την τέχνη. Εχω τη γνώμη ότι θα γνωρίσεις πολύ σύντομα τη χαρά των μεγάλων καλλιτεχνικών κατακτήσεων […]».

Σε ηλικία 23 ετών αποφασίζει να εκδώσει την πρώτη ποιητική του συλλογή «Μαραμπού», η οποία κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 1933 από τις εκδόσεις του περιοδικού «Κύκλος» του ποιητή Απόστολου Μελαχρινού (1880-1952) σε 245 αριθμημένα αντίτυπα. Το εξώφυλλό του είναι φιλοτεχνημένο από τον Κεφαλλονίτη ζωγράφο Βάσο Γερμενή (1896-1966). Το αφιερώνει στον φίλο του Μεμά Γαλιατσάτο, ενώ το εισαγωγικό κείμενο φέρει την υπογραφή του Καίσαρος Εμμανουήλ.

Η εν λόγω εισαγωγή απαλείφθηκε από τις νεότερες εκδόσεις («Γαλαξίας», «Κέδρος», «Αγρα»). Θησαυρίζεται, όμως, ένα απόσπασμά της –όπως και μέρος της επιστολής που διαβάσατε παραπάνω– στο έργο του Μιχάλη Γελασάκη «Νίκος Καββαδίας. Ο αρμενιστής ποιητής» (εκδόσεις «Αγρα»), με συνεντεύξεις/αλληλογραφία, με ανέκδοτο και άγνωστο έργο του, μαρτυρίες, τον ναυτικό του φάκελο, καθώς και φωτογραφίες με τα καράβια, με τα οποία ναυτολογήθηκε.

Ιδεοληπτικός του γλαυκού αχανούς

Πρωίμως επισημαίνει την περίπτωση του Νίκου Καββαδία ο Καίσαρ Εμμανουήλ:

«[…] Ράτσα ναυτικού με μιαν έντονη κληρονομική ροπή και αγάπη προς τη θάλασσα, κυριαρχείται από δύο μεγάλα πάθη: το πάθος της ποιήσεως και το πάθος των ταξιδιών. Χωρίς να κινδυνεύει κανείς να χαρακτηρισθεί υπερβολικός, θα μπορούσε να τον χαρακτηρίσει αδίστακτα –δανειζόμενος έναν όρο από την ψυχοπαθολογία– έναν ιδεοληπτικό της ποιήσεως και του γλαυκού αχανούς […] Ο Καββαδίας είναι ένας νέος οπλισμένος με μια πρώιμη πείρα της ζωής και των λυρικοδραματικών της αντιθέσεων. Προικισμένος με θερμό αίσθημα και οξείαν παρατηρητικότητα, εκπληκτικά δυσανάλογη για την ηλικία του, παρουσιάζει μιαν εξωτική ποίηση συγχρονισμένη και απολύτως ειλικρινή […]».

Το εξώφυλλο της πρώτης ποιητικής συλλογής «Μαραμπού» φιλοτεχνημένο από τον ζωγράφο Βάσο Γερμένη Ο κριτικός Κλέων Παράσχος (1894-1964) παρατηρεί σε κριτική του (περ. «Νέα Εστία», τεύχος 160, Δεκαπενταύγουστος 1933):

«Είχα την ευτυχία να γνωρίσω τον κ. Καββαδία εδώ στην Αθήνα, λίγες μέρες μετά την έκδοση του βιβλίου του. Είναι ένας κοντούλης μελαχρινός, με μικρά ζωηρά μάτια, καθόλου δειλός και ομιλητικότατος. Μου είπε πόσο αγαπά μερικούς από τους νεότερους ποιητές μας, τον Τέλλο Αγρα, τον Στασινόπουλο, και προ πάντων τον Ουράνη. Μου απάγγειλε στίχους των με πάθος, με “μεράκι”. […] Τον ζήλευα. Ζήλευα τα νιάτα του. […].

»Τον ζήλευα που γνώρισε τόσο εξαίσιους τόπους που και μόνο τα ονόματά των –τα μυστηριώδη και μαγικά– μου φέρνουν εμένα δάκρυα νοσταλγίας. Τον ζήλευα που μπορεί τόσο έντονα, τόσο ολοκληρωτικά, να ζει την ποίησή του, να μην ξεχωρίζει τόσο σκληρά και τόσο βίαια όνειρο και πραγματικότητα, να χαίρεται το μεγάλο στοιχείο της έμπνευσής του, τη θάλασσα. Τον ζήλευα γιατί η αποδημία, ο τρανότερός μας καϋμός, δεν είναι γι’ αυτόν ένα σαράκι που τον λιώνει, αλλά κάτι που το πραγματοποιεί κάθε στιγμή και απ’ όπου αντλεί τις πιο δυνατές μέθες […]».

Κατάρατος ποίηση

Ο ποιητής και τεχνοκριτικός Νίκος Καλαμάρης (1907-1988), με το ψευδώνυμο Μ. Σπιέρος υποδέχεται την ποιητική συλλογή «Μαραμπού» στο περιοδικό της Αριστεράς «Νέοι Πρωτοπόροι» (Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1933, τεύχος 6-7):

«[…] Ο Καββαδίας σαν τον Ρεμπώ, που επηρέασε τον Ουράνη, είναι επαναστατημένος. Αν δε γυρεύει με σφυρίγματα αλήτικα και με σαρκασμό να εκφράσει την αδυναμία του προοσαρμογής στην αστική πραγματικότητα, αν η poésie maudite (κατάρατος ποίηση) παίρνει σ’ αυτόν μορφή ταξιδιού, δεν αλλάζει αυτό το ουσιαστικότερο περιεχόμενο της ψυχής του. Ταξιδεύει ο Καββαδίας, όχι σαν τον Κνουτ Χάμσουν ή τον Κόνραντ, τα ταξίδια του είναι ανθυγιεινότερα, ταξίδια, που συχνά ματαιούνται, ποίηση των αναχωρήσεων που πολλές φορές δεν πραγματοποιούνται [….]».

Ο θεατράνθρωπος Φώτος Πολίτης (1890-1934) τον κρίνει από τις στήλες της εφημερίδας «Η Πρωία» (15 Δεκεμβρίου 1933): «[…] Τα ποιήματά του δεν έχουν καθόλου τα γνωρίσματα των ποιητικών συλλογών των τελευταίων χρόνων. Ούτε φόρμα επιμελημένη, ούτε υποκειμενικά αισθήματα, ούτε πλούτο γλώσσας. Μια στυγνή παρατήρηση είναι το κυριότερο χαρακτηριστικό τους. Και κάτω από τη διαυγή εικόνα των πραγμάτων, μια βαθύτερη ανθρωπιά, ένας καθάριος ανθρώπινος παλμός, μια γαλήνια έφεση για δικαίωση του ξένου ατόμου, είτε άνθρωπος είναι αυτό, είτε ζώο […] ».

Ο ερωτευμένος Καββαδίας

Και από το ξεκίνημα του 23χρονου ποιητή Νίκου Καββαδία μ’ ένα τέντωμα στον χρόνο θα μοιραστούμε μαζί σας τους τελευταίους μήνες της ζωής του, όπως τις καταθέτει ο φίλος του ποιητής και μεταφραστής Νοτιοαμερικανών ποιητών –όπως των Νερούδα, Βαλέχιο, Πάρα– αλλά και ναυτικός Ρήγας Καππάτος (γενν. 1934) στην αυτοβιογραφία του «Χρονικό των Εξαρχείων.

Μια ταβέρνα-σκηνή θεάτρου» (εκδόσεις «Εκάτη»). Αφορμή της γνωριμίας τους ήταν τα ποιήματα της πρώτης ποιητικής του συλλογής «Punta arenas», που του απέστειλε ο νεότερος θιασώτης του και του ζητούσε τη γνώμη του. Ο Νίκος Καββαδίας τού απάντησε αμέσως και, επειδή εργάζονταν και οι δύο σε πλοία, συμφώνησαν ότι θα συναντιούνταν, όταν θα συνέπιπτε ο κατάπλους τους στο λιμάνι του Πειραιά – όπερ και εγένετο.

Αφηγείται ο νεότερος φίλος του: «Η τελευταία φορά που είδα τον Καββαδία ήταν το φθινόπωρο του 1974, μερικούς μήνες πριν πεθάνει. Βρισκόμουν στην Αθήνα, και ο Καραβίας [σ.σ.: ο εκδότης του Καββαδία], στον οποίο πρώτα τηλεφώνησα, μου είπε ότι ο φίλος μας είχε γίνει αγνώριστος. “Είναι ερωτευμένος”, μου είπε, “πήγαινε να τον δεις κι αν μπορέσεις, να τον φέρεις στο σπίτι να βγούμε, και να φέρει και την κοπέλα να την γνωρίσουμε. Του το έχω ξαναπεί, αλλά δεν την έφερε”.

»Του τηλεφώνησα αμέσως μετά. “Ελα να με δεις”, μου είπε. Πήγα την άλλη μέρα στην οδό Δεινοκράτους 5, στο Κολωνάκι, όπου έμενε με την αδελφή του Τζένια. Ανοιξε την πόρτα και με δέχτηκε όπως πάντα, εγκάρδια και φιλικά, αλλά παρατήρησα αμέσως ότι το παράθυρο στην τραπεζαρία όπου καθόταν ήταν κλειστό. “Τι παριστάνεις, τον τυφλοπόντικα και κάθεσαι στο σκοτάδι;”, του είπα και πήγα κι άνοιξα το παράθυρο χωρίς να τον ρωτήσω και χωρίς να φέρει αντίρρηση. Τόσο ήταν το θάρρος που είχα μαζί, αλλά και η εμπιστοσύνη που μου είχε εκείνος. Ελεγε ότι ήμουν ο μόνος φίλος που δεν τον είχα στενοχωρήσει ποτέ.

»[…] Μου είχε στείλει χειρόγραφο το ποίημά του για τον Τσε Γκεβάρα και τον ρώτησα αν είχε γράψει άλλα. Μου διάβασε τα ποιήματα που έγραψε για τον Φίλιππο, τον γιο της Ελγκας, και ένα πιο πρόσφατο για την κοπέλα. Του είπα ότι ο Θανάσης [σ.σ.: Καραβίας] κι εγώ θέλαμε να τη γνωρίσουμε […]. Εκείνος έβγαλε και μου έδειξε τη φωτογραφία της, μικρή από εκείνες της ταυτότητας, και με κοίταξε στα μάτια σαν να περίμενε την επιδοκιμασία μου. Του είπα ότι είναι πολύ όμορφη και χαίρομαι, αλλά θέλουμε να τη δούμε κι από κοντά. Μου είπε αόριστα ότι ναι, θα γίνει. […]»

Ενα μοντέλο για τον Τσαρούχη

«Οταν πήγα τη δεύτερη φορά, ήταν πιο κεφάτος. Βρήκα το παράθυρο ανοιχτό […] “Θέλω να σου δείξω κάτι”, μου είπε και πήγαμε στην κρεβατοκάμαρα. Είχε μια μικρή βαλίτσα και την άνοιξε πάνω στο κρεβάτι. Ηταν γεμάτη φωτογραφίες καλλιτεχνών με αφιερώσεις, γράμματα από γνωστούς συγγραφείς και διάφορα άλλα κειμήλια. Πήρε δύο φωτογραφίες δικές του, μου τις αφιέρωσε και μου τις έδωσε με μερικές άλλες. “Για να με θυμάσαι”, μου είπε. Αλλά καθώς ανακάτευε τον σωρό, δείχνοντάς μου και μιλώντας για τα γράμματα και τα διάφορα αντικείμενα που ήταν συγκεντρωμένα εκεί, το μάτι μου έπεσε πάνω σ’ ένα σχέδιο. Ηταν ένα γυναικείο αιδοίο!

»- Τι είναι αυτό, του λέω, εσύ το ζωφράφισες;

»- Οχι, μου απαντάει, ο Τσαρούχης.

»- Και τι δουλειά έχει ο Τσαρούχης με αυτά τα πράματα; του λέω εγώ.

»-Μια φορά τον ταξιδέψαμε με το “Κορινθία”, και με ρώτησε τι ήθελα να μου σχεδιάσει για να τον θυμάμαι. Του είπα ότι θέλω να μου ζωγραφίσει ένα γυναικείο αιδοίο. Εκείνος μου είπε ότι δεν το έχει δει ποτέ του. “Αν σου βρω ένα μοντέλο, θα το ζωγραφίσεις;” τον ρώτησα και μου είπε ναι. Πρόσφερα δέκα δολάρια σε μια τουρίστρια, που πήγαινε στη Χάιφα, για να ποζάρει, εξηγώντας της ότι δεν υπήρχε λόγος να φοβάται, πήγανε στην καμπίνα του και μου το σχεδίασε».

Ο Ρήγας Καππάτος τον συνάντησε ακόμη δύο φορές. Την προτελευταία πήγαν σε μια ταβέρνα κοντά στο πίτι του Καββαδία και φάγανε. Την τελευταία φορά τον βρήκε «να μονάζει με το παράθυρο κλειστό. Καθώς ανηφόριζα για το σπίτι του, είδα σ’ ένα μανάβικο της γειτονιάς ώριμα φθινοπωρινά σύκα και αγόρασα ένα κιλό. Ανοιξα το παράθυρο, πήγα στην κουζίνα και πήρα δυο μαχαίρια κι ένα πιάτο, καθίσαμε στο τραπέζι και τα φάγαμε κουβεντιάζοντας.

»Οταν σηκώθηκα να φύγω και με συνόδεψε στην πόρτα, αγκαλιαστήκαμε και αποχαιρετιστήκαμε, αλλά πριν στρίψω για να βγω στον δρόμο, μου λέει: “Δεν θα με ξαναδείς”. Πράγματι, δεν τον ξανάδα».

Πηγή: efsyn.gr


Πηγή