Ο Ξαθείτης Δήμαρχος Σπύρος Λάπας και η Βαυκερίτισσα χήρα η Νταλιάνω…

Γράφει ο Θοδωρής Γεωργάκης

Σε τούτο το μικρό περβολάκι της γης, τη Λευκάδα, πάντα η λιγατόστρα φύση, ένα στοργικό της χάδι φροντίζει ν’ απιθώνει στις ψυχές! Να τις λιγατώνει με μια παράξενη και παράδοξη πρόνοια, ώστε, τούτες οι ψυχές να κυοφορούν τον γόνιμο λόγο και τον πρόσφορο δρόμο, να ρυακίζουν στο κανάλι του πνεύματος και των γραμμάτων, πότε σαν απλοϊκός λαϊκός μαϊστρος και πότε λόγια πλημμυρίδα, που κατακλύζει το ανθρώπινο είναι και οδηγεί το πνεύμα στην ευφορία της ψυχής και της διασκέδασης, με την αρχαιοπρεπή έννοια του όρου.

Σπύρος Βλάχος, ή «Σπύρος ο Καλφοφλίππος» για τους Ξαθείτες, Ένας άνθρωπος της γης, της δράσης, της βιοπάλης, της Αντίστασης, της Εξορίας, της προκοπής, του πνεύματος και του λόγου. Όλα τούτα μαζί, ένα κάδρο ανθρώπου, που πέρασε και άφησε βαριά τα πατήματά του στην κοινωνία και ιδιαίτερα στην δική του μικρή πατρίδα, την Εξάνθεια, την οποία γόνιμα υπηρέτησε και απ’ την θέση του προέδρου. Γεννήθηκε το 1918 από ξωμάχους γονείς. Μπόρεσε να πάει μέχρι την Δευτέρα τάξη του τότε Γυμνασίου Λευκάδος, δυό χρονιές ικανές, όπως προκύπτει απ’ την γραφή του, να του προσπορίσουν δια βίου, ένα ικανότατο επίπεδο μόρφωσης, μιας μοναδικής χρήσης της Ελληνικής γλώσσας, με μια λεξιπλαστική πλημμυρίδα, στοιχεία που χαρακτηρίζουν τον πλέριο πνευματικό μέσο άνθρωπο.

Βύζαξε στην ατσάλινη Ξαθείτικη πέτρα, ιερούργησε στην τραχειά Ξαθείτικη γη, τραγούδησε στον ίσκιο του ρουπακιού και της ελιάς, έτρεξε στα πετρόστρωτα σοκάκια του χωριού του, ναματίστηκε στα ξαφνιάσματα της καμπάνας του αγαπημένου του Αϊ Στεφάνου, μα και αντιπάλεψε μέσα απ’ τις γραμμές της Αντίστασης τον ναζισμό και τον φασισμό, εξορίστηκε στην Μακρόνησο και στην Ικαριά… Έγγωσαν τα εφηβικά του πνευμόνια με τον μαϊστρο της Κοντριάδας και το μύρο του Ιόνιου, γιγάντωσε ο νούς του ακούγοντας όλες εκείνες τις παλιές ιστορίες, όλα τα γεγονότα της Εξάνθειας, κυρίως την περίοδο της Αγγλοκρατίας, γεγονότα αληθινά και περίεργα, ένα μείγμα σκληρότητας, μα και ανθρωπιάς. Όλα τούτα τα σύναξε και τα φύλαξε επιμελώς στο νου του.

Και σαν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, όταν τέλειωσε τον άγιο βιοπορισμό του και επέστρεψε στην αγαπημένη του Εξάνθεια, μπόρεσε να τα καταγράψει, με τρόπο γλαφυρό και παραστατικότατο, με τρόπο καθηλωτικό και πρωτόγνωρο.

«ΛΕΥΚΑΔΑ. ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ»

Είναι το βιβλίο του Σπύρου Βλάχου, το οποίο κυκλοφόρησε στην Αθήνα το 2009 και πρωτοπαρουσιάστηκε στην Πετρούπολη, όπου ήταν δήμαρχος ο γιός του ο Στέφανος, λαμπρός επιστήμων γιατρός και ένας προικισμένος άνθρωπος της τοπικής Αυτοδιοίκησης, ο οποίος, σημειωτέον, θα είναι ξανά υποψήφιος Δήμαρχος στην αγαπημένη του Πετρούπολη. Στις εκατό σελίδες του βιβλίου, το οποίο προλογίζει ο Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων Απόστολος Κακλαμάνης, αποθεωτικά παρουσιάζεται στα μάτια του αναγνώστη, μέσα από μια πλειάδα αυτοτελών διηγήσεων, αυτή η άλλη Εξάνθεια, έτσι όπως ο ίδιος ο συγγραφέας την έζησε και την άκουσε απ’ τους δικούς του ανθρώπους, τους συγγενείς και χωριανούς του.

Ένα βιβλίο επιστροφή στις ρίζες. Μια ταύτιση με τη μητρική γη των στεναγμών, μα και των τρανών απολαύσεων, που αποκαλύπτει τόσο τις χοϊκές μας καταβολές, όσο εξαγνισμένες τις εκθέτει σ’ έναν κόσμο, που ποτέ δεν έπαψε να εδνοσκοπεί στης ψυχής τα εσώτερα. Μια γραφή του Σπύρου Βλάχου μεθυστική και απολαυστική, όπως ένα καλοτάξιδο όνειρο που σε παγαίνει σε μιαν άλλη εποχή, που σου εξάπτει το νου με το «κάθε περιγραφή και μια εικόνα», «κάθε ενατένισμα και μια διαδρομή», στους ιερείς και τις ιέρειες της Δήμητρας, στους λατρευτές του Διόνυσου, στις ντόπιας Ξαθείτικης ιστορίας τον ειρμό.

Επέλεξα, σαν δείγμα γραφής, αυτής της εξαιρετικής δουλειάς του αείμνηστου Σπύρου Βλάχου, να παρουσιάσω στο αναγνωστικό κοινό, μία απ’ τις αυτοτελείς διηγηματικές ιστορίες του βιβλίου του με τίτλο «Η ΝΤΑΛΙΑΝΩ».

«Από τη μεγάλη φάρα των Βλαχαίων ένα κομμάτι ήταν οι Λαζαριναίοι. Ο πρόγονός τους ο Λάζαρος είχε τρεις γιούς, τον Θανάση απ’ τον οποίο προήλθαν οι Διαμανταίοι, τον Στάθη τον γενάρχη των Καμαραδαίων και τον Νικόλα τον γενάρχη των Λαπαίων. Αυτά τα στοιχεία μας τα δίνει στη «βίβλο γενέσεως» των Ξαθειτών ο αλησμόνητος Γεώργιος Βλάχος Κούγιας ή Σκαμπαβαίος, όπως του άρεσε να τον αποκαλούμε.

Ο Νικόλας που είχε το παρατσούκλι Λάπας είχε ένα γιό τον Σπύρο. Αυτός φυσικά ήταν και ο κληρονόμος της μεγάλης περιουσίας του. Αυτή η περιουσία λέγεται ότι οφειλόνταν στην ιδιαίτερη εύνοια του πατέρα Λάζαρου προς τον γιό του τον Νικόλα, που του παραχώρησε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας τους, αδικώντας τους άλλους δύο. Το αίτιο αυτής της συμπεριφοράς του πατέρα δεν το ξέρουμε. Πεθαίνοντας ο πατέρας του έμεινε ο Σπύρος μόνος με τη μάνα του και μ’ ένα συγγενικό περιβάλλον που τον μισούσε θανάσιμα, γιατί τον θεωρούσαν σφετεριστή μιας περιουσίας από την οποία μερίδιο δικαιούνταν και αυτοί. Έτσι ο Σπύρος και η μάνα του ζούσαν με έναν καθημερινό φόβο. Φόβο πως κάτι κακό θα τους συμβεί, χωρίς βέβαια αυτοί να έχουν φταίξει σε τίποτα.

Κάποια νύχτα του χειμώνα που την Εξάνθεια την έδερνε ένα αγριολέβαντο, τρεις σκιές χωμένες μες στις μαύρες τους και λεριασμένες κάπες, σαν βρυκόλακες που τους εξέρασε η κόλαση, περπατούσαν μες στους έρημους και σκοτεινούς δρόμους του χωριού αθόρυβα και με μεγάλες προφυλάξεις προς το σπίτι του Σπύρου Λάπα. Εκείνο το βράδυ ο Σπύρος και η μάνα του καθισμένοι δίπλα στη φωτογωνιά, με τα αναμμένα χοντρά λιόξυλα, που ζέσταναν όλη την κουζίνα και που την φώτιζε ένα απλό λυχνάρι κρεμασμένο στον λιχνοστάτη από μια πρόκα, είχαν αποδειπνήσει και κουβέντιαζαν οικογενειακά και άλλα νιοτερέσα, αλλά και για τη μεγάλη ένοια που βασάνιζε μέρα νύχτα τη δόλια μάνα. Να παντρευτεί ο μεγαλογιός της και να ησυχάσει ο νους της π’ όλο κακά λογιάζονταν. Πάνω στην κουβέντα τους ένα σκιλίσιο ουρλιαχτό, μακρόσυρτο και πονεμένο ακούγεται απ’ τα Τσαρουχαίικα σκορπώντας ανατριχίλα.

– Θεός να φυλάξει είπε η γριά φοβισμένη. Δεν είναι από καλό αυτό το ουρλιαχτό. Κάτι κακό θα συμβεί.
– Σώπα μάνα είπε ο Σπύρος έτσι κάνουν συχνά τα σκυλιά.

Δεν πρόφτασαν να τελειώσουν την κουβέντα τους κα ακούνε βίαιες σπρωξιές και βαριά χτυπήματα στην εξώπορτα.

-Οϊ τρομάρα μου, θα σε φάνε οι κακούργοι, ξεφώνιζε η μάνα χτυπώντας το κεφάλι της με τα δυο της χέρια.. Μ’ έτρωγαν εμένα τα σημάδια παιδάκι μου, κι άρχισε να φωνάζει βοήθεια – βοήθεια μας σκοτώνουν.

Ο Σπύρος χωρίς να χάσει καιρό ανοίγει την καταπακτή και απ’ την καταπακτή κατεβαίνει στο κατώγι και ανοίγοντας την κατωγόπορτα περνάει απ’ το απουκάτω σπίτι του Κουρατζάνη, που ακούγοντας τη φωνή της Λάπαινας άνοιξαν την πόρτα. Εκεί τον έκρυψαν. Η μάνα σβύνει τη φωτιά και το λυχνάρι και κατεβαίνει και αυτή στο κατώι κλείνοντας την καταπακτή. Οι ληστές σπάνε την πόρτα μπαίνουν στο σπίτι, φθάνουν στην κουζίνα, δεν βρίσκουν τίποτα. Ένα κάρβουνο μισοσβυσμένο στη στάχτη. Το φυσάνε και ανάβει. Βρέχουν ένα πανί στο λάδι του λυχναριού, το τυλίγουν σ’ ένα ξύλο, το ανάβουν και άρχισαν να ψάχνουν. Η πόρτα είναι ανοιχτή. Κατάλαβαν ότι το πουλί πέταξε. Λύσσαξαν απ’ το κακό τους, που τους ξέφυγε το θήραμα και μαζί τα λύτρα που θα έπαιρναν απ’ το κομμένο κεφάλι απ’ τους εργοδότες τους…

Εκεί που έψαχναν βλέπουν σε μια γωνιά λουφασμένη, ίδιο κουβάρι τη γριά μάνα. Συγκλονίστηκε το χωριό μαθαίνοντας το πρωί το θλιβερό γεγονός και πιο πολύ απ’ τον άγριο και απαίσιο θάνατο της γριάς μάνας.

Ειδοποιήθηκαν οι αγγλικές αρχές «προστασίας» και από πληροφορίες που δόθηκαν συνέλαβαν τον Κουσουλάκη απ’ την οικογένεια των Γιουταίων και μετά φυσικά με τη βοήθειά του και τους άλλου δύο. Πέθαναν στη γκιλοτίνα και οι οι τρείς…

Ο Σπύρος άμα συνήλθε απ’ το φοβερό χτύπημα που δέχτηκε ρίχτηκε με δύναμη και πάθος στις δουλειές του.

Αφού παντρεύτηκε μια μοναχοκόρη απ’ το χωριό, νάχει συντροφιά και να κάμει και οικογένεια, που ήταν ο μεγάλος καημός της μάνας του, ανάπτυξε τις οικονομικές του δραστηριότητες σε μεγάλο μέρος του νησιού δανείζοντας χρήματα με τόκο και υποθήκες ακίνητα. Έτσι έγινε ο Λάπας μεγάλος οικονομικός παράγοντας και φυσικά πολιτικός, αφού εκλέγονταν μόνιμα δήμαρχος. ‘Αμα έχεις ανάγκη από δανεικά ψηφίζεις το δανειστή σου. Αλλά παρά τα πλούτη του, τις πολλές γνωριμίες και τα αξιώματά του ο Δήμαρχος ένοιωθε ανασφαλής. Ήταν μόνος. Η γυναίκα που παντρεύτηκε ήταν στείρα. Ο μεγάλος του πόνος ν’ αποκτήσει δικούς του φυσικούς κληρονόμους και συνεχιστές της γενιάς του έμενε απραγματοποίητος. Με τους φίλους του συζητούσε το πρόβλημά του και αυτοί από αγάπη προσπαθούσαν να τον βγάλουν απ’ αυτή την εφιαλτική κατάσταση που βίωνε προτείνοντάς του διάφορες λύσεις.

Εκεί που τρώγανε μια μέρα σε μια ταβέρνα στη Χώρα, ο φίλος του ο Γιάννης από τη Βαυκερή του λέει:
– Άκου Δήμαρχε, αφού θέλεις παιδιά δικής σου σποράς και αποκλείεις την υιοθεσία να αλλάξεις γυναίκα μιας και αυτή που έχεις είναι στείρα.
– Ναι αλλά πως; Η Μαρίνα δεν μου δίνει διαζύγιο..
– Αυτό δεν χρειάζεται. Θα πάρεις μια γυναίκα δίχως γάμο, Μόνο θα διαλέξεις νάναι καρπερή και να κάμει παιδιά. Αυτό δε θέλεις;
-Ναι, αλλά πως μωρέ Γιάννη. Ποια γυναίκα θα δεχτεί να παίξει αυτό το ρόλο;
– Τι λες Δήμαρχε, με τα λεφτά που έχεις χαρέμι μπορείς να φτιάξεις. Άκου λοιπόν. Θα πάρεις μια χήρα νέα που θάχει γεννήσει παιδιά. Θα την κάμεις γυναίκα σου με κάποιες συμφωνίες. Θα της εξασφαλίζεις τα πάντα στη ζωή της και αυτή θα γεννάει παιδιά που θα τα υιοθετείς. Όσο για πού θα βρούμε τη νέα, όμορφη και καρπερή χήρα είναι δική μου υπόθεση. Έχω μια ξαδέρφη καμιά τριανταριά χρονώνε. Γερή, μ’ όμορφη κορμοστασιά και ωραίο πρόσωπο, αλλά και πολύ καρπερή. Εφτά χρόνια παντρεμένη γέννησε τέσσερα παιδιά.

– Αυτό είναι είπαν όλοι στην παρέα Δήμαρχε, είναι ότι πρέπει για την περίπτωσή σου, μη διστάζεις καθόλου. Θα σου γεμίσει το σπίτι παιδιά. Αρκεί να το λεν τα κότσια σου, πρόσθεσαν γελώντας
– Σάμπως έχετε δίκιο μωρέ παιδιά. Αλλά για σκεφτείτε τι θα πει ο κόσμος άμα μάθει πως ο Δήμαρχος ο Λάπας έδιωξε τη γυναίκα του και συζεί παράνομα με μια μορόζα;
– Όσο η πάγκα είναι γεμάτη Δήμαρχε δε θ’ ακούσεις κουβέντα.
– Εντάξει Γιάννη να γίνει έτσι, αν φυσικά συμφωνεί και η γυναίκα.
– Αυτά θα τα κανονίσω εγώ. Ζαχαρένια Κακλαμάνη τη λένε, αλλά όλοι τη φωνάζουνε με το παρατσούκλι του άντρα της, Νταλιάνω. Εγώ θάχω κάνει την κουβέντα μαζί της και αφού γνωριστείτε συζητάμε τις λεπτομέρειες.
Το βράδυ ο Δήμαρχος ανέβηκε στο χωριό. Μετά το δείπνο ανάφερε την κουβέντα που έκαμε στη χώρα με τους φίλους του στη γυναίκα του.

– Και συ τι αποφάσισες νοικοκύρη;
– Τι ν’ αποφασίσω γυναίκα είμαι ένας δυστυχισμένος άνθρωπος.
– Τι να κάνουμε νοικοκύρη την τύχη του καθενός την αποφασίζει ο θεός.
– Λοιπόν άκου γυναίκα, μια και συ διαζύγιο δε μου δίνεις γιατί λες δεν το επιτρέπει ο θεός, εγώ αποφάσισα να πάρω μια γυναίκα με σκοπό να κάμω παιδιά να βρω κ’ εγώ την ψυχική μου γαλήνη. Και πιστεύω πως ο θεός θα μου το συχωρέσει. Καλό θα κάμω όχι κακό.
– Ότι αποφασίσεις άντρα μου καλά καμωμένο, εσύ είσαι νοικοκύρης και αφέντης.*

Έτσι και έκαμε η ενάρετη γυναίκα. Αποσύρθηκε στο πατρικό της σπίτι, ασχολούμενη με αγαθοεργίες, χωρίς ποτέ να παύσει να νοιάζεται για τον άντρα της. Ο Δήμαρχος από βραδίς της μέρας που καθόρισαν για το ραντεβού είπε στον ψυχογιό του να του έχει έτοιμο το άλογο πρωί πρωί για τη Βαυκερή. Ξύπνησε πολύ πρωί φόρεσε την πιο καλή του φορεσιά καβάλησε τ’ άλογό του και ξεκίνησε για ν’ ανταμώσει τη μοίρα του.

Έφτασε στη Βαυκερή απολείτουργα. Ο Γιάννης τον περίμενε στη μπασιά του χωριού. Περνώντας απ’ τα στενά δρομάκια του χωριού όλοι κοίταζαν τον καλοντυμένο ξένο που συνόδευε ο Γιάννης. Στον καφέ που έπιναν όλα εντάξει του λέει ο Γιάννης. Έστειλα τη γυναίκα μου να την ειδοποιήσει. Να ήρθαν. Γυρίζει ο Δήμαρχος να δει και έμεινε με γουρλωμένα τα μάτια. Μια λυγερόκορμη και αεράτη γυναίκα, μ’ όμορφο πρόσωπο, κάτασπρο λαιμό και πλούσιο κόρφο στέκονταν μπροστά του. Ο Γιάννης κατάλαβε την ταραχή του Δημάρχου και παρενέβη να κάμει συστάσεις.

– Δήμαρχε η ξαδέρφη μου η Ζαχαρένια που σούλεγα.
– Α χαίρω πολύ απαντά ο Δήμαρχος και σηκώθηκε να χαιρετήσει τη γυναίκα που κοκινίζοντας του έδωσε το χέρι της

Ύστερα από τις συστάσεις άρχισε η συζήτηση. Η Ζαχαρένια ενημερωμένη απ’ τον Γιάννη νωρίτερα για όλα συμφώνησε.

-Τότε μπορούμε να φύγουμε και σήμερα. Θ’ αφήσω λεφτά στο Γιάννη για ν’ αγοράσει ότι χρειάζονται τα παιδιά και για ότι άλλο χρειαστεί μας ειδοποιεί ο Γιάννης.

Έφθασαν αργά το βράδυ στην Εξάνθεια, όλοι ήταν στα σπίτια τους. Εκεί στο Κουλούρι, που ήταν στο σπίτι του Λάπα, όλοι ξαγρυπνούσαν. Είχαν μάθει τα μαντάτα… Και μόλις άκουσαν το ποδοβολητό των αλόγων βγήκαν στις πόρτες και στα παράθυρα να δουν το νιόπαντρο ζευγάρι. Μπήκαν στο σπίτι που ήταν μεγάλο σαν στρατώνα και η Ζαχαρένια σάστισε. Δυό κηροπήγια στο τραπέζι της σάλας και το λυχνάρι στην κουζίνα φώτιζαν το σπίτι και κυκλοφορούσαν άνετα.Την έπιασε απ’ το χέρι και την τράβηξε στην κρεβατοκάμαρα. Ένα μεγάλο διπλό κρεβάτι στρωμένο με παχιά στρώματα δέχτηκε αγκαλιασμένους τη φλογερή χήρα που λαχταρούσε να γευτεί τον έρωτα που της είχε στερήσει η χηρεία και τον Δήμαρχο να απολαύσει τη χήρα και να σπείρει τον πολυπόθητο κληρονόμο. Η γονιμότητα τας Νταλιάνως θαυματούργησε και ήρθε ο πρώτος γιός ο Νικολός Λάπας ο γενάρχης των σημερινών Λαπαίων, Ακολούθησε η γέννα και των άλλων δυό παιδιών του Στέφανου και του Σπύρου.

Αλλά όπως και να το κάνουμε τα χρόνια περνάνε και ο νόμος της φθοράς ενεργούσε αμείλικτα πάνω στο Δήμαρχο που είχε περάσει τα εξήντα. Έτσι το ζόρισμα για να ανταποκριθεί στις προσπάθειες για τεκνοποιία, αλλά και το φλογερό ταπεραμέντο της Νταλιάνως του κλόνισαν τη υγεία.

Ένα πρωί χτύπησαν λυπητερά οι καμπάνες του Αγίου Στεφάνου. Πέθανε ο Δήμαρχος… Ο θάνατός του βύθισε στο πένθος τη Νταλιάνω. Χήρα για δεύτερη φορά και σε ξένο τόπο και με τρία μικρά παιδιά ένοιωθε χαμένη…

…. Η Νταλιάνω, απ’ τον πρώτο της γάμο με τον Νταλιάνη είχε και μια κόρη την Ελένη που την είχε κοντά της στο σπίτι του Λάπα. Μεγάλωσε έγινε γυναίκα και έπρεπε να την παντρέψει. ‘Υστερα από συζητήσεις με κάποια προξενήτρα κατέληξαν στον Σπύρο Βλάχο τον Πετρώνη, ένα καλό και εργατικό παιδί.

… Σαν ξεπέρασε η Νταλιάνω, μετά την πρώτη λύπη και σαν δυνατή γυναίκα σκέφτηκε οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους και ζωντανοί με τους ζωντανούς… Εγώ χωρίς άντρα στο πλευρό μου είναι αδύνατο να υπάρξω και σιγά σιγά άρχισε να ξυπνά μέσα της η γυναίκα γεμάτη ορμές και ασίγαστους πόθους και άρχισε να βλέπει τον Πετρώνη όχι σαν αραβωνιαστικό της κόρης της, αλλά σαν άντρα που θα ικανοποιούσε το ερωτικό της πάθος. Έξυπνος και ο Πετρώνης κατάλαβε αμέσως την μέλλουσα πεθερά του… Μια νύχτα, λοιπόν με ή χωρίς φεγγάρι η Νταλιάνω μετακόμισε καμιά εκατοστή μέτρα πιο πάνω στο σπίτι του Πετρώνη και έγινε νύφη για Τρίτη φορά.

Η καημένη η κόρη της η Ελένη έμεινε στο σπίτι του Λάπα με τα τρία ετεροθαλή αδέρφια της….

Κάποτε ρώτησα μια γριά μάνα γιατί δεν δίνει μερίδιο στην κόρη της και μου απάντησε «Πάρα νάχουν τα παιδιά μου, κάλλιο νάχει η αφεντιά μου». Η Ελένη σκέφτηκε η Νταλιάνω είναι μικρή έχει καιρό να βρεί άλλον άντρα. Εγώ όμως δεν έχω καιρό να ψάχνω…

… Τέτοια ήταν η Νταλιάνω, παρορμητική, απόλυτη, παθιασμένη. Αγαπούσε με δύναμη με πάθος και γίνονταν αδίσταχτη. Με τον γάμο της με τον Πετρώνη απόχτησε ένα γιο και μια θυγατέρα. Η θειά Ζαχαρένια η Νταλιάνω έζησε πολλά χρόνια. Γέννησε συνολικά επτά γιούς και τρεις θυγατέρες με τους τρεις άντρες που πήρε. Εγγόνια στην Εξάνθεια είχε είκοσι δύο. ’Ηταν μια γυναίκα που αντιμετώπιζε τα χτυπήματα της μοίρας, όχι με κλάψες και παρακάλια, αλλά πολεμώντας τες με τη δύναμη της ψυχής της, με το πάθος της αγάπης της, με τη φλόγα του κορμιού της. Και πάντα νικούσε. Νικούσε γιατί ήταν μια τέλεια γυναίκα.»

* ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗ. Αυτό το φαινόμενο της έννομης ή και της παράνομης διπλογαμίας, ήταν πολύ συνηθισμένο αυτά τα χρόνια. Όταν η γυναίκα ήταν «Μαρμάρα», κατά την ντόπια έκφραση και δεν τεκνοποιούσε, τότε δεν ήταν λίγες οι φορές, που συνέβη το φαινόμενο της διπλογαμίας, προκειμένου να υπάρξουν κληρονόμοι στην οικογένεια. Στους Σφακιώτες υπήρξε τέτοια περίπτωση, όπου η πρώτη γυναίκα έδωσε συναινετικό διαζύγιο, αλλά παρέμεινε στο σπίτι, παρά την αντίδραση του τότε Μητροπολίτη Δωροθέου, σαν γιαγιά των παιδιών, που αποκτήθηκαν με την δεύτερη σύζυγο…

Tags:Θοδωρής ΓεωργάκηςΛΕΥΚΑΔΑ. ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣΣπύρος Βλάχος


Πηγή