Ψυχοσάββατο

ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟ

Γράφει ο Θοδωρής Γεωργάκης

Σαν ζύγωνε Σαρακοστή πάντα η μάνα εμέριαζε
κι απίθωνε τ’ αλεύρι, να μην το βρίσκουν τα
κουφά, να μην το μαγαρείσουν, μα νάναι αγνό κι
αμόλευτο, τα πρόσφορα να φκιάσει, να πάει το
Ψυχοσάββατο όλους να τους σχωρέσει…

Αυτούς που φύγαν και στερνά δεν έχουμε
μαντάτα, μα πνέματα αητόφτερα γυρνάνε στις
αυλές μας, σαν κράχτες, σαν σπιτόφιδα
σέρνονται αναμεσό μας! Πάνε στις βρύσες για
νερό και δένουνε στ’ αχούρια τ’ άλογα
καβαλάρηδες, πάντα ασπροφοράνε, ματώνουνε
τα πόδια τους, βαριά τα φτερνιστήρια…
Διαβαίνουνε τους ποταμούς, στους λόγγους
λημεριάζουν και μάτι πάντα άγρυπνο
γκαινιάζουν φυλαχτό μας…

Η μάνα εκεί από ψηλά στέκεται παντεπόπτης, κι
όλο να τρέχει από κοντά, σα μάτωσε το γόνατο
μαντήλι λινομέταξο να δέσει στην πληγή μου και
με κομμένη ανασεμιά… Εχτύπησες παιδί μου;
Και παραδίπλα ο Κύρης μου, σαν αετός
ψηλάθενε μες στις βραχιές φωλεύει, άγρυπνο
μάτι ελαφιού, που ζύγωσε η λύκαινα να κόψει τα
λαφόπουλα, σήκωσε το σπαθί του και μια και
δυο και τρεις σπαθιές τον Άδη ξολοθρεύει… Κι
ύστερα αστέρι φωτερό και γρανιτένιος βράχος θα
πάει να φέρει το ψωμί, με τ’ άλογα στ’ αλώνι
άγιο, δακρυοζύμωτο, τα μπράτσα να μεστώνει
λιγνά, ξανθά παιδόπουλα και ξαναμμένες
κοπελιές να τρέχουνε στις ρούγες…

Σήμανε Ψυχοσάββατο. Όλες οι μνήμες σμίξανε
στην κόφα με τα κόλλυβα, στην τάβλα με τα
πρόσφορα και ψάχνουν τις πηγές μας… Μάνα
πατέρα, συγγενείς, που μίσεψαν και τράνεψαν
μνήμες και νοσταλγίες, όσες ριζώνουν στις
καρδιές και πάντοτε ματώνουν εσέ ψυχή
Ελλήνισσα, που γνώρισες να περπατάς με τους
δεσμούς, με τ’ άρματα της άγιας οικογένειας
νιόστρατα και πεζούλια!

Εσύ ψυχή Ελήνισσα, πούφτασες Ψυχοσάββατο
μπροστά στην Παναγία, σα μάνα, σα μητρότεκνη
της ζήτησες τη χάρη, όσες ψυχές επέρασαν την
πύλη την στενή της, να τις φυλάξει ασπάθιστες,
να τις ποτίζει ανθόνερο, τις Άνοιξες εδώ στη γη
ροδόπεπλες να πέμπουν! Και το Μεγαλοβδόμαδο
να φτάνουν στις μπουγάδες, τις αλυσίβες
λιόφλογες, να πλένουν τις καρδιές μας, όλα καλά
και παστρικά Ανάσταση να φέρουν!

Μαζί οι ψυχές τους γιορτινές στο μέγα δείπνο
της χαράς, ο μόσχος περισσεύει, με τ’ άραχνα τα
ρούχα τους και βρακοφορεμένοι, με τις σπαλέτες
της Λαμπρής και τ’ Αϊ Θωμά τις βιόλες!
Συφάμελο, ισόθεο, γιορτάσι τιμημένο, που οι
αιώνες κίνησαν να φέρουν στο τραπέζι… Σήμανε
Ψυχοσάββατο! Είν’ ο θεός οδηγητής… Θα
στείλει αιώνια ελπίδα…

Tags:Θοδωρής ΓεωργάκηςΨυχοσάββατο


Πηγή