Ελβετία, μία σύγχρονη εκδοχή άμεσης δημοκρατίας

Η Ελβετία αποτελεί μία χώρα η οποία έχει προσαρμόσει με απόλυτη επιτυχία στοιχεία άμεσης δημοκρατίας σε ένα αντιπροσωπευτικό κοινοβουλευτικό σύστημα. Πρωτεύουσα είναι η Βέρνη με πληθυσμό περίπου 135.000 κατοίκους, ενώ άλλες σημαντικές πόλεις είναι η Βασιλεία, η Γενεύη και η Λωζάννη. Ο πληθυσμός της χώρας ανέρχεται σε περίπου 8,5 εκατομμύρια και είναι σχετικά ομοιόμορφα κατανεμημένος σε όλη την επικράτεια. Έχει υψηλό βιοτικό επίπεδο και έχει αναπτύξει σημαντικά το εμπόριο, τη βιομηχανία, τον τουρισμό και την κτηνοτροφία. Η φήμη σχετικά με την ποιότητα των προϊόντων της τα συγκαταλέγει στα κορυφαία παγκοσμίως, αποτελεί δε τον δωδέκατο μεγαλύτερο εξαγωγέα προϊόντων στον κόσμο παρόλο το μικρό σε έκταση μέγεθός της, καθώς και το γεγονός ότι δεν «ακουμπά» σε θάλασσα. Το νόμισμά της, το Ελβετικό φράγκο, είναι ένα από τα ισχυρότερα νομίσματα παγκοσμίως.

Φέτος, το έτος 2019, αναγνωρίστηκε ως η χώρα με τον υψηλότερο δείκτη οικονομικής ελευθερίας. Ο δείκτης αυτός λαμβάνει υπόψη μία σειρά από παράγοντες όπως α) το κατά πόσο το κράτος περιορίζει την ιδιωτική πρωτοβουλία, β) την ταχύτητα απονομής δικαιοσύνης και τον βαθμό ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, γ) την προστασία των προσώπων και της ιδιοκτησίας από επιθέσεις τρίτων, δ) το πόσο ισχυρό είναι το νόμισμα της χώρας, ε) την ελευθερία στο εξωτερικό εμπόριο, στ) το ρυθμιστικό περιβάλλον στην τραπεζική πίστη, στα εργασιακά και στην επιχειρηματικότητα, και ζ) τους κανονισμούς, τις ρυθμίσεις και τις απαγορεύσεις στην πρόσβαση στην αγορά. Η Ελβετία πάντοτε βρισκόταν ανάμεσα στις κορυφαίες χώρες όσον αφορά την οικονομική ελευθερία, γεγονός καθόλου τυχαίο αν αναλογιστούμε την υψηλής ποιότητας πολιτειακή της οργάνωση. Σε αντιδιαστολή η χώρα μας δυστυχώς, εδώ και αρκετά χρόνια κατατάσσεται μεταξύ της 100ής και 120ης θέσης.

Ας δούμε όμως, πιο είναι το πολιτειακό σύστημα στο οποίο βασίζεται η Ελβετία. Η χώρα αποτελείται από είκοσι έξι ομόσπονδα κρατίδια, τα καντόνια, τα οποία συνθέτουν ένα ομοσπονδιακό κράτος. Το κάθε καντόνι έχει την δική του κυβέρνηση καθώς και σημαντική διοικητική και οικονομική αυτονομία. Οι αντιπρόσωποι των καντονιών σχηματίζουν το κεντρικό Ομοσπονδιακό Συμβούλιο το οποίο αποτελεί την εκτελεστική εξουσία της χώρας, ενώ η νομοθετική εξουσία συγκροτείται από δύο ειδών κοινοβούλια. Το ένα είναι το Συμβούλιο των Κρατών αποτελούμενο από 46 μέλη-αντιπροσώπους των καντονιών, και το δεύτερο το κοινό Κοινοβούλιο το οποίο αποτελείται από 200 βουλευτές εκλεγμένους με βάση την απλή αναλογική και ανάλογα με τον πληθυσμό του κάθε καντονιού. Τα δύο αυτά σώματα μπορούν να συνεδριάσουν μαζί, στην οποία περίπτωση σχηματίζουν την Ομοσπονδιακή Συνέλευση.

Το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο (οι αντιπρόσωποι των καντονιών) καθορίζει και ελέγχει την Ομοσπονδιακή Διοίκηση (το αντίστοιχο δικό μας Υπουργικό Συμβούλιο), η οποία αποτελείται από επτά μέλη (οι αντίστοιχοι δικοί μας υπουργοί) τα οποία εκλέγονται από την Ομοσπονδιακή Συνέλευση (από την κοινή συνέλευση των δύο κοινοβουλίων). Η Ομοσπονδιακή Συνέλευση εκλέγει και τον Πρόεδρο της Ομοσπονδίας (ο αντίστοιχος δικός μας Πρωθυπουργός) εκ των επτά μελών του Συμβουλίου (Υπουργούς), εκ περιτροπής και για θητεία ενός έτους. Ο Πρόεδρος διευθύνει την κυβέρνηση, παραμένει επικεφαλής του υπουργείου του, αλλά δεν διαθέτει επιπρόσθετες εξουσίες.

Τις τελευταίες δεκαετίες η ομοσπονδιακή κυβέρνηση σχηματίζεται από τη συμμαχία των τεσσάρων μεγαλύτερων πολιτικών κομμάτων. Κάθε κόμμα, διαθέτει τόσα μέλη (υπουργούς) στο Συμβούλιο (Κυβέρνηση), όσα περίπου αναλογούν στην εκλογική δύναμή του και στους αντιπροσώπους του στο Κοινοβούλιο.

Οι νόμοι συζητούνται και ψηφίζονται από το Κοινοβούλιο. Η διαφορά με τις άλλες αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες έγκειται στο γεγονός ότι οι πολίτες έχουν το δικαίωμα να αμφισβητήσουν οποιοδήποτε νόμο και να τον θέσουν σε δημοψήφισμα. Για να γίνει αυτό χρειάζεται η συγκέντρωση 50.000 υπογραφών πολιτών με δικαίωμα ψήφου μέσα σε 100 ημέρες από την δημοσίευση του εκάστοτε νόμου. Τα αποτελέσματα των δημοψηφισμάτων είναι δεσμευτικά.

Αυτή η δυνατότητα αμφισβήτησης έχει ως αποτέλεσμα οι νόμοι οι οποίοι ψηφίζονται από τους βουλευτές να έχουν γίνει αντικείμενο επεξεργασίας με μεγάλη σοβαρότητα και να παρουσιάζουν υψηλό επίπεδο συνταγματικότητας. Παράλληλα, τα πολιτικά κόμματα έχουν την ευχέρεια να διατυπώνουν ελεύθερα τη θέση τους για κάθε ζήτημα που τίθεται σε δημοψήφισμα, χωρίς να δημιουργείται πρόβλημα στην κυβερνητική συμμαχία, καθώς ο τελευταίος λόγος ανήκει στους πολίτες.

Το σύνταγμα της χώρας δίνει την επιπλέον δυνατότητα στους πολίτες να προτείνουν οι ίδιοι οποιαδήποτε συνταγματική αναθεώρηση ή νέο νόμο επιθυμούν. Με τη συγκέντρωση 100.000 υπογραφών πολιτών με δικαίωμα ψήφου, μέσα σε 18 μήνες, η πρόταση των πολιτών τίθεται υποχρεωτικά σε δημοψήφισμα. Το αποτέλεσμα είναι και πάλι δεσμευτικό.

Για αλλαγές του Συντάγματος καθώς και για την είσοδο της χώρας σε διεθνείς οργανισμούς, η κυβέρνηση διενεργεί υποχρεωτικό δημοψήφισμα. Στην περίπτωση αυτή για να εφαρμοστεί η πρόταση, πρέπει να έχει γίνει αποδεκτή τόσο από τους πολίτες μέσω του δημοψηφίσματος, όσο και από την πλειοψηφία των αντιπροσώπων των Καντονιών. Απαιτείται δηλαδή, η λεγόμενη «διπλή πλειοψηφία».

Ενδεικτικά, το 2017 διεξήχθησαν δημοψηφίσματα τον Φεβρουάριο, τον Μάιο και τον Σεπτέμβριο για επτά συνολικά ζητήματα, ενώ το 2018 τέθηκαν προς ψηφοφορία δέκα ζητήματα, δύο τον Μάρτιο, δύο τον Ιούνιο, τρία το Σεπτέμβριο και τρία το Νοέμβριο. Τα θέματα που τέθηκαν το 2018 για ψηφοφορία προς τους πολίτες ήταν επιγραμματικά: α) Δημοσιονομικός κανονισμός 2021, β) Κατάργηση ραδιοτηλεοπτικών τελών, γ) Πρωτοβουλία κρατικής χρηματοδότησης, δ) Ομοσπονδιακός νόμος για τα τυχερά παιχνίδια, ε) Πρωτοβουλία για ποδηλατοδρόμους, στ) Πρωτοβουλία για τρόφιμα, ζ) Γεωργική πολιτική, η) Να επιδοτούνται οι αγρότες για την αποκεράτωση των ζώων τους, θ) Να υπερισχύει το Ελβετικό σύνταγμα του Διεθνούς δικαίου, ι) Να επιτραπεί στις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες να χρησιμοποιούν ιδιωτικούς αστυνομικούς.

Οι Ελβετοί βουλευτές λαμβάνουν ένα ελάχιστο ποσό χρηματικής αμοιβής, καθώς δεν θεωρείται ότι ασκούν μία κύρια απασχόληση. Για το λόγο αυτό τους επιτρέπεται να ασκούν ταυτόχρονα το επάγγελμα που επιθυμούν ώστε να μπορούν να συντηρηθούν.

Μία ακόμα πρωτοτυπία αποτελεί το γεγονός ότι, κατά την διεξαγωγή των εκλογών εκτός από την επιλογή του ψηφοδελτίου της αρεσκείας τους οι πολίτες έχουν το δικαίωμα να προσθέσουν γραπτώς σε οποιοδήποτε ψηφοδέλτιο το όνομα ενός προσώπου που θα ήθελαν να εκλεγεί αλλά δεν υπάρχει σε ψηφοδέλτιο, είτε υπάρχει σε ένα ψηφοδέλτιο άλλου πολιτικού σχηματισμού. Εκτός αυτού, μπορούν να γράψουν το όνομα κάποιου που επιθυμούν να εκλεγεί σε ένα απλό λευκό χαρτί.

Η λειτουργία και η διοίκηση σε επίπεδο καντονιών και κοινοτήτων έχει όμοια χαρακτηριστικά με αυτά που ισχύουν σε επίπεδο ομοσπονδιακού κράτους, προσαρμοσμένα σε μικρότερα χωροταξικά και πληθυσμιακά μεγέθη. Οι πολίτες έχουν και σε τοπικό επίπεδο τις ίδιες δυνατότητες συμμετοχής στις αποφάσεις, όπως και σε επίπεδο χώρας. Επιπλέον, το κάθε καντόνι δύναται να διαφοροποιήσει τους κανόνες όσον αφορά την διενέργεια τοπικών δημοψηφισμάτων και γενικότερα διαθέτει αρκετή διοικητική και οικονομική αυτονομία. Στις δε μικρές κοινότητες οι αποφάσεις λαμβάνονται κατά την διάρκεια συγκέντρωσης όλων των πολιτών, καθώς δεν υφίσταται κάποιο συμβούλιο εκπροσώπων.

Το πρόσωπο το οποίο πρωταγωνίστησε στην εδραίωση του Ελβετικού κράτους είναι ένας Έλληνας, ο Ιωάννης Καποδίστριας, τον οποίο οι Ελβετοί τίμησαν αποδίδοντας το 1816 τον τίτλο του πρώτου επίτιμου πολίτη των καντονιών της Γενεύης και του Βω. Εκτός αυτού τον ανακήρυξαν εθνικό τους ήρωα, κάθε χρόνο καταθέτουν στεφάνι στη μνήμη του την ημέρα της εθνικής τους εορτής, ενώ το 2009 έγιναν τα αποκαλυπτήρια της προτομής του στην πόλη της Λωζάννης. Ο Καποδίστριας αφού μελέτησε τις ιδιαιτερότητες του ελβετικού λαού εμπνεύστηκε τη δημιουργία των καντονιών, του ομοσπονδιακού δηλαδή χαρακτήρα του κράτους, ενώ συνέβαλε αποφασιστικά στη διαμόρφωση του Ελβετικού Συντάγματος και στην ανακήρυξη της διεθνούς ουδετερότητας της Ελβετίας. Ο τότε επικεφαλής της Ελβετίας στη Διάσκεψη των Παρισίων του 1814 και του Συνεδρίου της Βιέννης του 1815 Charles Pictet de Rochemont ανέφερε χαρακτηριστικά: «… χωρίς αυτόν η Ελβετία θα είχεν εξ ολοκλήρου ανατραπεί … Αν περάσει ποτέ από την Γενεύην κτυπήσατε όλους τους κώδωνας των εκκλησιών και χαιρετίσατε την άφιξίν του δια του κεραυνού του πυροβολικού μας.»

Προβάλει λοιπόν, η απορία αν είναι εφικτή η προσαρμογή στοιχείων του Ελβετικού δημοκρατικού πολιτεύματος στη χώρα μας. Μέχρι σήμερα κανένα από τα γνωστά πολιτικά κόμματα δεν έχει εκφράσει έστω μία σκέψη για το ενδεχόμενο αποκέντρωσης των εξουσιών από το σημερινό πρωθυπουργικοκεντρικό πολιτικό σύστημα.

Για παράδειγμα καμία πρόταση δεν έχει ακουστεί για την ανεξαρτητοποίηση της διαδικασίας ανάδειξης των ανώτατων δικαστών, καθώς και των ηγεσιών των ενόπλων δυνάμεων, της αστυνομίας, της πυροσβεστικής, του λιμενικού, μέσα από εσωτερικές ακομμάτιστες εκλογικές διαδικασίες. Η διοικητική αυτονομία των ασφαλιστικών οργανισμών και η εκλογή της ηγεσίας τους από τους ίδιους τους ασφαλισμένους αποτελεί άλλο ένα πεδίο απεξάρτησης από την κεντρική εξουσία. Επίσης, μία χωροταξική αναδιάρθρωση του πληθυσμού καθώς και η μεταφορά της πρωτεύουσας θα στήριζε μία διαδικασία διοικητικής και οικονομικής αποκέντρωσης.

Δυστυχώς, τέτοιες ή παρόμοιες προτάσεις δεν έχουν διατυπωθεί στην πατρίδα μας ούτε από τα βαρύγδουπα αυτοαποκαλούμενα ριζοσπαστικά κόμματα του αυτόεπονομαζόμενου δημοκρατικού τόξου, ούτε και από τις αυτόδιαφημιζόμενες φιλελεύθερες πολιτικές παρατάξεις.

Αντίθετα όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα συνεχίζουν να υποστηρίζουν ένα συγκεντρωτικό Αθηνοκεντρικό κράτος, μία αρρωστημένη αστικοποίηση ακόμα και στις περιοχές της επαρχιακής Ελλάδας, όπου ο πληθυσμός φεύγει από τα χωριά προς τις πρωτεύουσες των νομών. Πολύ περισσότερο δε, σιγοντάρουν την απαλοιφή κάθε δυνατότητας συμμετοχής των πολιτών στη λήψη αποφάσεων ή τη δυνατότητα ελέγχου των αποφάσεων από τους πολίτες.

Το σίγουρο είναι ότι αποδεδειγμένα το πολιτειακό σύστημα της Ελβετίας εξαναγκάζει την κεντρική κυβέρνηση ή την τοπική αρχή να προσέχει ιδιαίτερα το περιεχόμενο των νόμων και των εν γένει αποφάσεών της, ώστε να μην χάνει την αξιοπιστία της από συνεχείς διεξαγωγές δημοψηφισμάτων τα οποία θα αναιρούν τις αποφάσεις της. Ταυτόχρονα οι πολίτες είναι πιο ενεργοί στην ενασχόλησή τους με τα κοινά, καθώς γνωρίζουν ότι διαθέτουν τη δυνατότητα όχι απλά να επηρεάσουν, αλλά να καθορίσουν άμεσα την τύχη οποιουδήποτε ζητήματος σε τοπικό ή κρατικό επίπεδο. Επίσης, μέσα από τη συμμετοχή τους στην διαδικασία λήψης αποφάσεων ή παρουσίασης προτάσεων, οι πολίτες αποκτούν μία ώριμη πολιτική κουλτούρα και συναισθάνονται το μέγεθος της ευθύνης τους απέναντι στην αντιμετώπιση κάθε ζητήματος. Μία τέτοιου είδους πολιτική αλλαγή με προσαρμοσμένα χαρακτηριστικά άμεσης δημοκρατίας θα ήταν ίσως λιγότερο δύσκολο να επιτευχθεί αρχικά σε επίπεδο τοπικών κοινοτήτων και δήμων.

Μαργέλης Κωνσταντίνος

Tags:Μαργέλης Κωνσταντίνος


Πηγή