Τα Αγκυροβόλια πλοίων στη Δυτική Λευκάδα: Μια ιστορική αναδρομή

Του Αντώνη Γ. Περδικάρη

Η Δυτική Λευκάδα μια ορεινή και απόκρυμνη περιοχή, ιστορικά θεωρήθηκε ως μια περιοχή «έρημη και ακατοίκητη»(1) και συνεπώς χωρίς ιδιαίτερο ερευνητικό ενδιαφερον. Αναγνωρίζεται ωστόσο για αυτή, ότι είναι η περιοχή στην οποία ουσιαστικά οφείλεται η ονομασία του Νησιού, καθώς το έντονα λευκό χρώμα των ασβεστολιθικών πετρωμάτων στις απόκρημνες πλαγιές της, δίνει στον διερχόμενο δια θαλάσσης ταξιδιώτη την αίσθηση της απέραντης λευκότητας:
«Λευκάδα επώνυμον, δοκώ μοι, του Λευκάτα. πέτρα γαρ εστί λευκήν την χροιάν, προκειμένη της Λευκάδος εις το πέλαγος και την Κεφαλληνίαν, ως εντεύθεν τούνομα λαβείν» (2)

Εικόνα 1: Σύγχρονη άποψη της Δυτικής ακτογραμμής του Νησιού

Το όνομα αυτό – «Λευκάς»- αν και δεν είναι το αρχαιότερο όνομα της περιοχής(3), είναι ωστόσο ένα όνομα που καθιερώθηκε από την περίοδο της Αρχαίας Ιστορίας, όπως αποδεικνύουν άλλωστε τα γραπτά των συγγραφέων της εποχής αυτής, Ελλήνων και Λατίνων. Εκτός από τον Στράβωνα (64Π.Χ.-24Μ.Χ.) που αναφέραμε παραπάνω, είναι γνωστό ότι τόσο ο Τίτος Λίβιος (59Π.Χ.-17Μ.Χ.)(4), όσον και ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (23–79 Μ.Χ.)(5) καταγράφουν με το όνομα αυτό το Νησί.

Επί της ουσίας όμως, η καθιέρωση της ονομασίας αυτής αναδεικνύει μια ιστορική πραγματικότητα: Η Λευκάδα την περίοδο αυτή είχε αξία, όχι τόσο ως αυτόνομος εμπορικός προορισμός των πλοίων της περιοχής, τα οποία, σ’ αυτή τη περίπτωση θα έπλεαν στα στενά ανάμεσα σ’ αυτή και την Ακαρνανία, προκειμένου να προσεγγίσουν τις κατοικημένες περιοχές που βρίσκονταν όλες στην Ανατολική ακτογραμμή της. Ήταν γνωστή κυρίως ως ένας σταθμός στη πορεία προς την Δύση, στην μετακίνηση δηλαδή ανθρώπων και εμπορευμάτων από την Ελλάδα στη «Μεγάλη Ελλάδα» και αντιστρόφως, μιά διαδρομή την οποία ακολουθούσαν πλοία τα οποία προσέγγιζαν το Νησί συνήθως από την Δυτική πλευρά, όπου κυριαρχεί το λευκό χρώμα. Σήμερα γνωρίζουμε ότι οι Δυτικές ακτές σε όλα τα Ιόνια Νησιά, έχουν παρόμοια γεωμορφολογία: Απότομες λευκές βουνοπλαγιές που μοιάζουν να ξεφυτρώνουν δίπλα στο κύμα, οι οποίες διαρκώς διαβρώνονται από τα νερά, τους ανέμους και –κυρίως- τους σεισμούς, παρέχοντας άφθονο υλικό στη θάλασσα για να σχηματίσει τις διάσημες στις μέρες μας – από τουριστική σκοπιά – κατάλευκες αμμουδερές παραλίες τους. Ωστόσο, Λευκάδα ονομάστηκε εκείνο από τα Ιόνια Νησιά, στο οποίο η διέλευση των πλοίων γινόταν παράλληλα με την Δυτική ακτή, καθώς σε στις άλλες περιπτώσεις ήταν εφικτή η διέλευση από τα πιο ήρεμα νερά, των στενών μεταξύ του καθενός νησιού και της Ελληνικής Χερσονήσου.

Η προσπέλαση της Νήσου από την Δυτική πλευρά, παρ’ ολο που ήταν δυσκολότερη και πολύ πιο επικίνδυνη, ήταν μονόδρομος μεχρι το 650 Π.Χ., οπότε για πρώτη φορά οι Κορίνθιοι άποικοι της Λευκάδας, άνοιξαν διώρυγα, χωρίζοντας την από την Ακαρνανική ακτή. Και μετά το άνοιγμα της διώρυγας όμως, λέγεται ότι αυτή επιχωματώθηκε από τους ίδιους αποίκους και συνεπώς δεν λειτουργούσε για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Πέραν αυτού, όπως είναι γνωστό και από την σύγχρονη εποχή, υπάρχει συνεχής φυσική επιχωμάτωση λόγω μεταφοράς άμμου από τις Δυτικές ακτές μέσω των θαλασσίων ρευμάτων. Συχνά δηλαδή η διώρυγα και μετά το 650 Π.Χ. δεν ήταν λειτουργική και τα πλοία ήταν υποχρεωμένα να ακολουθήσουν την Δυτική διαδρομή. Η ίδρυση του ναού του «Λευκάτη» Απόλλωνος στο ακρωτήριο Λευκάτας στο ΝΔ άκρο της Λευκάδας η οποία χάνεται στα βάθη των αιώνων, ενός ναού στον οποίο τελούταν σε αρχικό στάδιο ακόμη και ανθρωποθυσίες και ο οποίος λειτούργησε μέχρι και τους Βυζαντινούς χρόνους, μαρτυρά την αγωνία των αρχαίων ναυτικών, οι οποίοι ήταν υποχρεωμένοι, μετά από αυτό το σημείο, να βγουν πλέον στην ανοιχτή θάλασσα, ρισκάροντας τις ζωές και τις περιουσίες τους, προκειμένου να φτάσουν στο προορισμό τους.

Πριν μερικά χρόνια, συγκεκριμένα το έτος 2006, έγινε τυχαία μια ανακάλυψη Μηκυναϊκού τάφου του 14ου ή 13ου αιώνα Π.Χ., 1 km νότια του Αγίου Νικήτα, γεγονός που απέδειξε ότι ο αρχαίος αυτός λαός, του οποίου τα πλοία ταξίδευαν τότε στη Δυτική Μεσόγειο, χρησιμοποίησε το σημείο αυτό της Δυτικής Λευκάδας, ως σημείο ανεφοδιασμού των, καθώς αυτά προφανώς ακολουθούσαν πορεία παράλληλη προς την Δυτική πλευρά της Νήσου.

Σε συνδιασμό και με άλλα αρχαιολογικά ευρήματα της περιοχής, τα οποία μοιάζουν αρκετά νεώτερα – ανάγονται στους Ελληνιστικούς χρόνους- συμπεραίνουμε ότι ο κόλπος του Αγίου Νικήτα, υπήρξε για μεγάλο χρονικό διάστημα σημείο προσέγγισης των πλοίων που ακολουθούσαν την πορεία αυτή. Είναι προφανές, ότι το επικίνδυνο τμήμα της διαδρομής ήταν το τμήμα από το Λευκάτα μέχρι τον Άγιο Νικήτα, μια περιοχή μέσα στο ανοιχτό πέλαγος, δίπλα σε ακατοίκητες απόκρυμνες ακτές του Νησιού. Μετά τον Άγιο Νικήτα, τα πλοία΄μπορούσαν να ταξιδέψουν με μεγαλύτερη ασφάλεια, ακολουθώντας μια πορεία προς Βορρά, παραπλέοντας τα κατοικημένα παράλια της Ηπείρου και της σημερινής Αλβανίας, ώστε να φθάσουν στην Ιταλική χερσόννησο δια του πορθμού του Otranto (Eλλ. Υδρούσα).

Εικόνα 2: Ευρήματα Μυκηναικού τάφου της περιοχής του Αγίου Νικήτα (2006)
Εικόνα 3: Τμήμα αρχαίου κιονκράνου, (6ος Π.Χ -2ος Μ.Χ. αιώνας), από τη περιοχή του Αγίου Νικήτα.

Ακόμα όμως και η πιο πάνω περιγραφείσα διαδρομή κάποιες φορές ήταν δυνατόν να τροποποιηθεί για να ακολουθηθεί μία πιο σύντομη για λόγους ανάγκης. Ήταν φαίνεται από παλιά γνωστό στους ναυτικούς, ότι η συντομοτέρα οδός για την Ιταλική Χερσόνησο είναι η ΒΔ πορεία από το ακρωτήριο Λευκάτας(6). Μια τέτοια πορεία ακολούθησε προφανώς το έτος 415 Π.Χ., τμήμα του στόλου του Λακεδαιμόνιου στρατηγού Γύλιππου ο οποίος – κατά τον Θουκιδίδη-διατάχθηκε «να μεταβεί άμεσα» για να παράσχει βοήθεια, από την περιοχή του ακρωτηρίου Λευκάτας- όπου βρίσκονταν τα πλοία του- στις Συρακούσες της Σικελίας οι οποίες πολιορκούνταν από τους Αθηναίους, στα πλαίσια του τότε διεξαγομένου Πελοποννησιακού Πολέμου. Είναι προφανές, ότι μια τέτοια διαδρομή ήταν άκρως επικίνδυνη για τα πλοία της εποχής, σε κάποιες όμως επείγουσες περιπτώσεις, όπως αυτή, δεν υπήρχε άλλη επιλογή:

«Ἐν δὲ τούτῳ Γύλιππος ὁ Λακεδαιμόνιος καὶ αἱ ἀπὸ τῆς Κορίνθου νῆες περὶ Λευκάδα ἤδη ἦσαν, βουλόμενοι ἐς τὴν Σικελίαν διὰ τάχους βοηθῆσαι. καὶ ὡς αὐτοῖς αἱ ἀγγελίαι ἐφοίτων δειναὶ καὶ πᾶσαι ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἐψευσμέναι ὡς ἤδη παντελῶς ἀποτετειχισμέναι αἱ Συράκουσαί εἰσι, τῆς μὲν Σικελίας οὐκέτι ἐλπίδα οὐδεμίαν εἶχεν ὁ Γύλιππος, τὴν δὲ Ἰταλίαν βουλόμενος περιποιῆσαι αὐτὸς μὲν καὶ Πυθὴν ὁ Κορίνθιος ναυσὶ δυοῖν μὲν Λακωνικαῖν, δυοῖν δὲ Κορινθίαιν ὅτι τάχιστα ἐπεραιώθησαν τὸν Ἰόνιον ἐς Τάραντα, οἱ δὲ Κορίνθιοι πρὸς ταῖς σφετέραις δέκα Λευκαδίας δύο καὶ Ἀμπρακιώτιδας τρεῖς προσπληρώσαντες ὕστερον ἔμελλον πλεύσεσθαι…»(7)

Εικόνα 4: Η συντομότερη διαδρομή από την Ελλάδα στην Ν. Ιταλία, είναι από την ΝΔ Λευκάδα (Λατ. Leucas) στην -προφανώς όχι τυχαία- συνώνυμη- πόλη Leuca της Κ. Ιταλίας.

Με βάση τα περιγραφέντα στοιχεία, θεωρώ ότι οι Δυτικές ακτές της Λευκάδας από την αρχαία ήδη εποχή, δεν ήταν μια άγνωστη, αχαρτογράφητη περιοχή, αλλά μια περιοχή με συχνή διέλευση πλοίων τα οποία μετακινούνταν από την Ανατολική στη Δυτική λεκάνη της Μεσογείου και αντιστρόφως, έχουσα τουλάχιστον δύο θέσεις ελλιμενισμού τους: Η πρώτη στο Βόρειο άκρο της, στην περιοχή του Αγίου Νικήτα η οποία εξυπηρετούσε σκάφη που ταξίδευαν προς την Ιταλική χερσόνησο δια του πορθμού του Otranto και η άλλη κάποια άλλη θεση στο Νότο, πλησίον του Ακρωτηρίου Λευκάτας, που εξυπηρετούσε αφ’ ενός τους επισκέπτες του Ναού, αφ’ ετέρου όμως μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως σημείο αναχώρησης απ’ ευθείας για την «Μεγάλη Ελλάδα» και απ’ όπου –όπως αναφέρθηκε-αναχώρησε και ο στόλος των Λακεδαιμονίων για τις Συρακούσες της Σικελίας το 415 Π.Χ.

Οι γεωπολιτικές συνθήκες που περιγράφηκαν και διαμορφώθηκαν κατά την Αρχαία εποχή, εξακολουθούσαν να ισχύουν για μια μεγάλη χρονική περίοδο: Η Λευκάδα και γενικότερα τα Ιόνια Νησιά προκαλούσαν το ενδιαφέρον της εκάστοτε κυριαρχούσας ναυτικής δύναμης, ως σταθμοί ανεφοδιασμού των ιστιοφόρων τους κατά την πορεία από την Ανατολή στη Δύση και αντιστρόφως. Επίσης η διώρυγα της Λευκάδας, είτε συχνά δεν ήταν προσπελάσιμη από τα μεγάλα πλοία, είτε οι εκάστοτε κυβερνήτες του Νησιού δεν το επέτρεπαν. Εξ αιτίας των συνθηκών αυτών, τα δύο αυτά σημεία ελλιμενισμού των πλοίων στη Δυτική Λευκάδα, φαίνεται ότι διατηρήθηκαν διαχρονικά, έχοντας βέβαια ακμή και παρακμή.

Υπάρχουν σήμερα δημοσιευμένα στοιχεία που δείχνουν ότι τα αγκυροβόλια αυτά λειτουργούσαν και τον Μεσαίωνα. Τον 16ο αιώνα π.χ., φιλοξενούσαν τις Βενετσιάνικες γαλέρες, όταν η Λευκάδα βρισκόνταν υπό Οθωμανική κατοχή και ενώ ουσιαστικά είχε παύσει καθε οικονομική και παραγωγική δραστηριότητα στις παραθαλάσσιες περιοχές του Νησιού, καθώς δεχόνταν αδιάκοπες λεηλασίες από πειρατές οι οποίοι είχαν την στήριξη των κατακτητών. Αναφέρει αίφνης- στο έργο του με τίτλο «Isolario»- το 1582 Μ.Χ. , ο χαρτογράφος της Βενετίας, Αντώνιος από τη Μήλο (Antonio Millo) για το Νησί:

«Προς το μέρος του πονέντε (8) είναι ένα λιμάνι που λέγεται Sessolla, καλό για γαλέρες και μικρά πλοία και έχει καλό πόσιμο νερό»(9)

Εδώ κατ’ αρχάς φαίνεται να υπάρχει μια σύγχυση από τον χαρτογράφο, καθώς είναι γνωστό ότι σήμερα η ονομασία «Σέσουλα» αντιστοιχεί στη βραχονησίδα που δεσπόζει στην Δυτική ακτογραμμή της Λευκάδας, εκτός εάν δεχθούμε ότι τότε ήταν ονομασία της ευρύτερης περιοχής. Κατά τα άλλα ο συγγραφέας αναφέρεται μάλλον στο βοριότερο από τα δύο αγκυροβόλια που περιγράψαμε, καθώς εκεί είναι γνωστό ότι υπάρχουν πηγές πόσιμου νερού που χύνονται στη θάλασσα.

Εικόνα 5: Η νήσος Λευκάς κατά τον Antonio Millo (1582)

Το συγκεκριμένο αυτό αγκυροβόλιο, φαίνεται ότι είχαν χρησιμοποιήσει και πιο πριν (14ος αιώνας) τα Ενετικά πλοία όταν μετέφεραν τους στρατιώτες του Graziano Zorgi(10), ο οποίος διοικούσε το Νησί για λογαριασμό της δυναστείας των Ανδεγαυών Βασιλέων του Βασιλείου της Νάπολης, όταν, συγκεκριμένα το 1357 Μ.Χ. , αυτός επεχείρησε να αιφνιδιάσει του εξεγερμένους Λευκαδίτες αγρότες που είχαν οχειρωθεί στο φρούριο της «Επισκοπίας», στη σημερινή περιοχή των Σφακιωτών, κατά την ονομαζόμενη «επανάσταση της Βουκέντρας». Από την περιγραφή του Γερμανού Ιστορικού Carl Hermann Friedrich Johann Hopf, καθίσταται σαφές ότι οι Ανδεγαυοί στρατιώτες επεχείρησαν να προσεγγίσουν το οχυρό, από την Δυτική ακτή του Νησιού. Μη έχοντας όμως γνώση του χώρου και όντας υποχρεωμένοι να αναρριχηθούν σε μια απότομη και δύσβατη δασώδη κορυφή, εξαντλήθηκαν σωματικά και ψυχικά, με αποτέλεσμα να υποστούν δεινή ήττα:

«…Ηβουλήθη δε ο Γρατιανός ν’ αγάγη την ευάριθμον στρατιάν δι’ επιτομωτέρας και ευπορωτέρας παρά ταις ναυσίν οδού, αλλ’ ού γινώσκοντος εκείνου ακριβώς αυτήν αφίκοντο μετ’ ού πολύ εις άβατον φάραγγα. Απειρηκότες υπό του καμάτου, ταλαιπωρούμενοι, υπό τε της δίψης και της πείνης, ήλθον τέλος εις οροπέδιον ένθα διενοούντο ν’ αναπαυθώσιν, ότε αίφνης οι Γραικοί επέπεσον πάντοθεν επ’ αυτούς και αιματώδης συνεκροτήθη αγών. Μόνον δε χάριν ετοίμως πεμφθείσης παρά του στόλου βοηθείας ευμοίρησαν να σωθώσιν οι συγκεκλεισμένοι, άλλ’ ο Γρατιανός και ο Νικόλαος απήχθησαν εις την επισκοπίαν αιχμάλωτοι και δέσμιοι…»(11)

Το σημαντικό αυτό πολεμικό γεγονός του 14ου αιώνα, φαίνεται άλλωστε ότι άφησε ανεξίτηλα σημάδια στη μνήμη των Ενετών ναυτικών, γι αυτό και σε πολλούς χάρτες μέχρι και τον 18ο αιώνα, αλλά και σε συγγράμματα γεωγραφίας που εκδίδονται στην Βενετία, το αγκυροβόλιο αυτό ονομάζεται «Porto Angius(12)». Για παράδειγμα ο διάσημος(13) Γερμανός γεωγράφος Anton Friedrich Büsching ( 1724 – 1793), περιγράφοντας στο βιβλίο του «Nuova Geografia» την περιοχή της Καρυάς στη Κεντρική Λευκάδα αναφέρει:

«…..Η συνάφεια της Καρυάς
Είναι πολύ μεγαλύτερη από τις υπόλοιπες (συνάφειες, περιφέρειες) και καταλαμβάνει την περιοχή από την θάλασσα μέχρι τα όρια της συνάφειας του χωριού Αλέξανδρος. Έχει πολλά σπίτια και ικανοποιητικές εκτάσεις γόνιμης γης. Διαθέτει ένα λιμάνι στη Δυτική της πλευρά που ονομάζεται Porto Angius. Το χωριό Καρυά, καταλαμβάνει το κέντρο της συνάφειας της Καρυάς. Σ’ αυτή ανήκει επίσης μια μεγάλη έκταση που λέγεται πεδιάδα της Καρυάς, όπου υπάρχουν 2ή3 Ελληνικές εκκλησίες…»(14)

Θα πρέπει στο σημείο αυτό να διευκρινισθεί ότι το 1773 που γράφτηκε το σύγγραμμα αυτό από τον Büsching, δεν υπήρχε στην περιοχή το σημερινό χωριό του Αγίου Νικήτα και η «συνάφεια της Καρυάς» είχε πράγματι διέξοδο στην Δυτική ακτή της Λευκάδας και συγκεκριμένα σ’ αυτή ανήκε, ένα παραλιακό μέτωπο μήκους 2 περίπου χιλιομέτρων, ΒΑ του Αγίου Νικήτα και μέχρι την σημερινή τοποθεσία «Πευκούλια», μια θέση, όπου λογικά πρέπει να τοποθετηθεί το Porto Angius, το οποίο όπως φαίνεται λειτουργούσε την περίοδο αυτή (Ενετοκρατία) ως επίνειο της Καρυάς.

Επανερχόμενοι στον 16ο αιώνα, μια περίοδο της Ενετικής κυριαρχίας στα Ιόνια Νησιά – εκτός από τη Λευκάδα η οποία βρισκόνταν τότε υπό Οθωμανική κατοχή -στις Δυτικές ακτές της Λευκάδας έλαβε χώρα μια σημαντική πολεμική σύρραξη μεταξύ του Οθωμανικού στόλου υπό τον Barbaros Ηayreddin Paşa(15) και του ενωμένου στόλου της Χριστιανικής Συμμαχίας (Holy League)(16) υπό τον Γενοβέζο ναύαρχο Andrea Doria(17). Η σύρραξη αυτή, γνωστή ως Ναυμαχία της Πρέβεζας έλαβε χώρα στις 28 Σεπτεμβρίου 1538 και παρά την σημαντικότη υπεροπλία των Χριστιανικών δυνάμεων, οι Οθωμανοί κατήγαγαν μια περιφανή νίκη η οποία προσωρινά τους κατέστησε κυρίαρχη ναυτική δύναμη στη περιοχή, κάτι που δεν μπόρεσε να αλλάξει πριν από μία 35ετία (1571), όταν οι Χριστιανοί επικράτησαν στην Ναυμαχία της Ναυπάκτου.

Η ναυμαχία της Πρέβεζας, φέρει βέβαια το όνομα της πόλης όπου ήταν αγκυροβολημένα τα Τουρκικά καράβια, αλλά προφανώς έλαβε χώρα στην ανοικτή θάλασσα, καθώς αναφέρεται ότι ο Οθωμανικός στόλος αποτελούνταν από 122 πλοία και ο Χριστιανικός από 302. Σύμφωνα μάλιστα με τις ιστορικές αναφορές, ο δεύτερος, προερχόμενος από την Κέρκυρα, αγκυροβόλησε την παραμονή της ναυμαχίας, στη θέση «Σέσουλα»(18), πλησίον της νήσου Λευκάδας. Όπως ήδη αναφέραμε, τα πλοία τα οποία κινούνται νότια από την Κέρκυρα και τους Παξούς συναντούν την Δυτική ακτογραμμή της Λευκάδας περίπου στο μέσον της, όπου ευρίσκεται η βραχονησίδα Σέσουλα (βλ. εικόνα 4). Είναι επίσης γνωστό από το βιβλίο του παραπάνω αναφερθέντα Βενετσιανου χαρτογραφου, Antonio Millo, ότι με την ονομασία «Σέσουλα» οι ναυτικοί αναφερόνταν στην ευρύτερη περιοχή και όχι μόνο στη συγκεκριμένη βραχονησίδα. Συνεπώς θεωρώ ότι ο στόλος του Andrea Doria, είχε ελλιμενισθεί στο δεύτερο και νοτιότερο σημείο της Δυτικής ακτής της Λευκάδας το οποίο όπως περιγράψαμε χρησιμοποιήθηκε και στην αρχαιότητα. Άλλωστε θα ήταν αδύνατο, 302 πολεμικά πλοία να είχαν αγκυροβολήσει σε μια σε μια μικρή βραχονησίδα.

Εικόνα 6: Η ναυμαχία της Πρέβεζας, έργο του Ohannes Umed Behzad (1866), Ναυτικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης

Από τα μέσα της β΄ δεκαετίας του 19ου αιώνα, τα Ιόνια Νησιά περνούν στα χέρια των Άγγλων. Η αξία τους και η χρήση τους και για τους νέους κατακτητές, εξακολουθούσε βεβαίως να είναι παρόμοια: Ένα σημαντικό σημείο ανεφοδιασμού των πλοίων του νέου κυρίαρχου των θαλασσών, που ήταν πλέον το «Ηνωμένο Βασίλειο». Για την περίοδο αυτή υπάρχουν ασφαλώς περισσότερες ισορικές πηγές, όχι μόνο γιατί δεν απέχουμε πολύ χρονικά (βρισκόμαστε πλέον για την σύγχρονη περίοδο της ιστορίας), αλλά και επειδή υπάρχουν πολύ περισσότερα και πολύ πιο ακριβή στοιχεία (χάρτες, βιβλία κ.λ.π.), ως αποτέλεσμα της σημαντικής προόδου, η οποία είχε επιτελεστεί πλέον, στην επιστήμη και την τεχνολογία.

Εικόνα 7: Χάρτης της Λευκάδας (1838) του Γερμανού μηχανικού Ferdinand Aldenhoven ο οποίος αφίχθη στην Ελλάδα πιθανότατα μαζί με το βασιλιά Όθωνα και παρεμεινε για μια περίπου δεκαετία. Στην ΒΔ ακτή του Νησιού (Β΄ του Αγίου Νικήτα) σημειώνεται λιμάνι με την ονομασία «Porto Angello».

Στον παραπάνω χάρτη του 1838 (εικόνα 7), παρατηρούμε ότι έχουμε μια πολύ πιο ακριβέστερη απεικόνιση του Νησιού και για πρώτη φορά εμφανίζεται σ’ αυτό το βοριότερο «λιμάνι» της Δυτικής ακτής, το οποίο βρισκόταν- όπως αναφέρθηκε -περίπου 2 km ΒΑ του παράκτιου χωριού Άγιος Νικήτας του οποίου η θέση σημειώνεται επίσης στο χάρτη, καθώς είχε πλέον δημιουργηθεί. Το νέο δεδομένο είναι η ονομασία του εν λόγω λιμανιού (Porto Angello) η οποία εμφανίζεται πρώτη φορά και θα μπορούσε ως εκ τούτου κάποιος να το εκλάβει ως λάθος του συγκεκριμένου χαρτογράφου, αλλά το θεμα μοιαζει να είναι πιο πολύπλοκο.

Ανατρέχοντες στο τετράτομο «Λεξικό Γεωγραφίας» της εποχής αυτής, το οποίο συνέγραψε ο αιδεσιμότατος George Newenham Wright(19) που εκδόθηκε στο Λονδίνο το 1834, διαπιστώνουμε ότι γίνεται αναφορά στο λιμάνι αυτό:

«ANGELLO, Πόρτο: Ένα μικρό λιμάνι στην ακτή της Αγίας Μαύρας, ενός από τα νησιά του Ιονίου.
Γεωγρ. Πλάτος: 38.40. Β. Γεωγραφικό Μήκος: 20.38.Α(20).»

Συνεπώς δεν πρόκειται για κάποιο λάθος στο συγκεκριμένο χάρτη, αλλά «Porto Angello» είναι το επίσημο όνομα του λιμανιού. Το πρόβλημα που προκύπτει όμως εδώ είναι ότι οι γεωγραφικές του συντεταγμένες δεν αντιστοιχούν σε κάποια θέση στη ΒΔ ακτή της Λευκάδας, αλλά στη ΝΔ ακτή του νησιού και προφανώς αντιστοιχούν στο δευτερο και νοτιότερο αγκυροβόλιο της Δυτικής ακτής. Ποιό από τα δύο αγκυροβόλια ονομαζόταν άραγε Porto Angello;

Για να το διευκρινήσουμε θα κανουμε χρήση ενός νεωτέρου συγγράμματος του 19ου αιώνα, με τον τίτλο «Δοκίμιο γεωγραφικής-ιστορικής περιγραφής των Ιονίων Νήσων (Επτάνησα)» του Donato de Mordo, το οποίο εκδόθηκε στην Ιταλική γλωσσα το 1865(21), στη Κέρκυρα. Στη περιγραφή της νήσου Λευκάδας η οποία υπάρχει στο βιβλίο αυτό, γίνεται αναφορά επίσης στο εν λόγω λιμάνι, το οποίο όμως αναφέρεται με λίγο διαφοροποιημένη ορθογραφία (Porto Angelo). Παρατίθεται το απόσπασμα από το σύγγραμμα:

«….Τα ποτάμια (ρέματα) της Αγίας Μαύρας
Αυτά τα οποία χύνονται στην Ανατολική ακτή είναι ανυπολόγιστα (πάρα πολλά)
Στο Νότο παρατηρούμε δύο ρέματα που χύνονται στον κόλπο της Βασιλικής:
α) Η Gronada που πηγάζει από το όρος Vomo, κινείται από Βορρά προς Νότο, λούζει την Spartia και καταλήγει στα ΝΑ (του κόλπου)
β) Το Diamigliano που ξεκινά από την οροσειρά του ακρωτηρίου Ducato, κοντά στο ομώνυμο χωριό και ρέει από Βορρά προς Νότο
Στα Δυτικά, το μοναδικό ρέμα που υπάρχει χύνεται στο «Porto Angelo» (πρόκειται για)
γ) Την Longada που ξεκινά από τις εξαρτήσεις του όρους Vouno και κινειται από Νοτο προς Βορρά…»(22)

Από το παραπάνω κείμενο, γίνεται φανερό ότι το «Porto Angelo» βρίσκεται στη Δυτική ακτή, στη θέση που εκβάλει το ρέμα της «Λαγκάδας» που πηγάζει από το όρος «Βουνό» στη περιοχή των Σφακιωτών και ρέει με Βόρρεια κατεύθυνση. Πρόκειται δηλαδή για το Βορειότερο αγκυροβόλιο, το οποίο βρισκόταν στη σημείο που απεικονίζεται και στο χάρτη της εικόνας 7. Να σημειωθεί ότι και από το σύγγραμμα αυτό (όπως και από τον εν λόγω χάρτη) καθίσταται σαφές ότι το Porto Angelo και ο Άγιος Νικήτας (στο βιβλίο αναφέρεται ως S. Nikita), δεν ταυτίζονται, αλλά είναι δύο διαφορετικά σημεία της Δυτικής ακτογραμμής του Νησιού. Ο Άγιος Νικήτας μάλιστα αναφέρεται ως το έσχατο προς την Δύση σημείο του(23).

Εικόνα 8: Το γεφύρι του ρέματος «Λαγκάδα» που χύνεται στον κόλπο του Αγίου Νικήτα, στη θέση που τον 19ο αιώνα ονομαζόταν «Porto Angel(l)o» (φωτογραφία Fritz Berger)

Η άποψη του συγγραφέα για την προέλευση της ονομασίας του αγκυροβολίου- Porto Angelo- είναι ότι αυτό πιθανόν να προήλθε εκ παραφθοράς της αρχαιότερης ονομασίας του λιμανιού -Porto Angius(24). Καθώς αυτή διεσώθη σαν θέση στους παλιους χάρτες και δεν σήμαινε κάτι, ούτε στην Αγγλική ούτε στην Ελληνική γλώσσα τελικά τροποποιήθηκε, καταλήγοντας σ’ αυτή την μορφή. Να σημειωθεί ότι η ονομασία Porto Angelo είναι ουσιαστικά άγνωστη στούς κατοίκους της περιοχής, οι οποίοι προσδιορίζουν τη θέση ως «Λαγκάδα» – λόγω της εκβολής του ομώνυμου χειμάρρου- ενώ η περιοχή λίγο νοτιότερα ονομάζεται «Ποτισσές» από τις υπάρχουσες πηγές ποσίμου ύδατος που χρησίμευαν για να «ποτίζουν» οι αγρότες τα ζώα τους και λίγο βορειότερα «Πευκούλια» από το υπάρχον πευκοδάσος της περιοχής.

Τέλος, για την τεκμηρίωση της ύπαρξης του δευτέρου (και νοτιότερου) αγκυροβολίου της Δυτικής ακτής της Λευκάδας, την περίοδο της Αγγλοκρατίας, παραθέτω την επιστολή του Γερμανού φιλέλληνα Dr Christian Muller ο οποίος επισκέφτηκε την περιοχή το 1821:

«Αγία Μαύρα, Αύγουστος
Φύγαμε από την Ιθάκη το βράδυ. Με δυσκολία έπεισα τον καπετάνιο να μου υποσχεθεί ότι θα με αποβίβαζε στην ακτή, κοντά στο ακρωτήριο Δουκάτο, σε ένα όρμο κάτω από το χωριό Δράγανο, εάν μας το επετρεπαν οι αρχές και αυτός δέχθηκε με την προϋπόθεση οτι θα συναντιόμασταν ξανά, στην Αγία Μαύρα, το βράδυ της ίδιας μέρας….

Όταν αγκυροβολήσαμε στον (εν λόγω) όρμο, ορισμένοι φρουροί αρνήθηκαν να μου επιτρέψουν την αποβίβαση, καθώς λίγες μέρες πριν είχε αγκυροβολήσει εκεί κάποιο πλοίο που διαπίστωσαν οτι μετέφερε επιστολές με επαναστατικά μηνύματα και διαφορα λαθραία προϊόντα. Όταν όμως μελέτησαν την συστατική επιστολή που είχα από την Κεφαλονιά για τον εδρεύοντα στη Λευκάδα, ταγματάρχη Temple, απέσυραν αμέσως τις αντιρρήσεις τους. Καθώς μοναδική μου επιδίωξη, ήταν να ανέβω στην κορυφή του ακρωτηρίου Δουκάτο, το οποίο είναι ο αρχαίος Λευκάτας, ένας από τους φρουρούς έδοσε εντολή στα δυό δυνατά παληκάρια του που ήταν εκεί κοντά να με συνοδεύσουν. Το σημείο από το οποίο γινόταν η πτώση, στον ιερό βράχο, βρίσκεται στην δυτική πλευρά του ακρωτηρίου η οποία υψώνεται περίπου 140 πόδια από την επιφάνεια της θάλασσας. Ωστόσο, δεν μπορώ να εγγυηθώ τνν ακρίβεια της μέτρησης, διοτι η μέτρηση έγνε δια γυμνου οφθαλμού, πράγμα το οποίο συχνά μας παραπλανεί.

Άκουσα πολλά στην Κεφαλονιά για μια ελληνική επιγραφή που λέγεται ότι βρίσκεται στο βράχο, περίπου δέκα ή έντεκα πόδια κάτω από την κορυφή του. Το θέμα αυτό είχε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και άξιζε να κανουμε καποια προσπάθεια διερευνησης του. Ως εκ τούτου, ζήτησα ένα γερό σχοινί το οποίο μου το έφεραν από το Δράγανο, το οποίο έδεσα γύρω από τη μέση και τους ώμους μου. Οι δύο άνδρες που έφεραν το σχοινί καθώς και τα δυο νεαρά άτομα που είχα μαζί μου ανέλαβαν να το κρατήσουν και να το αφήνουν να γλιστράει σιγά-σιγά μέχρι να φτάσω στα δέκα ή ένδεκα πόδια κάτω από την κορυφή, μια απόσταση την οποία μέτρησα αυτοπροσώπως. Έτσι κατέβηκα από την κορηφή σταδιακά στο απαιτούμενο ύψος, χωρίς όμως να συναντήσω ίχνος οποιασδήποτε επιγραφής, είτε μπροστά μου είτε προς τα δεξιά είτε προς τα αριστερά μου….

Όπως με ενημέρωσαν αργότερα, αρκετοί ξένοι πριν από εμένα είχαν κάνει αυτήν την έρευνα για την υποτιθέμενη επιγραφή χωρίς καμία επιτυχία. Ο Κόμης R. τον οποίο σας ανέφερα παραπάνω, μου είχε πει στη Βενετία, ότι ο ίδιος είχε κάνει την ίδια προσπάθεια χωρίς να ανακαλύψει κάποιο σημάδι επιγραφής. Αυτή η επιγραφή, επομένως, είτε δεν υπήρξε ποτέ, είτε έχει πέσει κάτω στη θάλασσα και τα βραχια, ή, ίσως, είναι σε ακόμα χαμηλότερο σημεί κατω από τα από τα δέκα- έντεκα πόδια από την κορυφή. Τα ίχνη, επίσης, του κάποτε φημισμένου ναού του Απόλλωνα που βρισκόταν σε αυτό το ακρωτήριο είναι ελαχιστα και δύσκολο να τα διακρίνεις. Μου επέδειξαν μάλιστα ένα σωρό από παλιά σκουπίδια ως ερείπια του ναού αλλά μου φαίνονται μάλλον ότι ειναι υλικά που προερχονται από έναν πύργο παρά από ένα μεγάλο ναό. Υπάρχει, ωστόσο και το σώμα ενός κίονα μεταξύ αυτών, το οποίο αποτελεί το μόνο πειστήριο για να αποδεχτεί κάποιος ‘οτι όντως αυτά είναι ερείπια ενός ναού…..

Όταν επέστρεψα στον κόλπο, όπου είχα αποβιβαστεί, εκεί βρισκόταν ήδη ένα μικρό πλοίο, το οποίο ήταν έτοιμο να αποπλεύσει για την Αγία Μαύρα. Προτίμησα αυτό το τροπο μετάβασης (στη Πόλη) από ένα ταξίδι δια ξηράς, το οποίο εμπεριείχε τον κίνδυνο να ολοκληρωθεί αργά το βράδυ, αφού είχα χασει ήδη δύο (πολύτιμες) ώρες από το ημερήσιο ταξίδι μου, εξαιτίας των υψηλών θερμοκρασιών που επικρατούν σε αυτό το νησί, κατά τη διάρκεια του Αυγούστου…»*(25)

Όπως προκύπτει από την παραπάνω περιγραφή, το νότιο αγκυροβόλιο στη Δυτική ακτή της Λευκάδας, βρισκόταν σε θαλάσσια περιοχή, κάτω από το χωριό Δράγανο, ολίγο νοτιότερα δηλαδή της βραχονησίδας Σέσουλα και σε κοντινή απόσταση από το ακρωτήριο Λευκάτα. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι σε νεώτερη επιστολή του ο ίδιος συγγραφέας, επιβεβαιώνει την ύπαρξη και του βορινού αγκυροβολίου στις Δυτικές ακτές, καθώς περιγράφοντας την αναχώρησή του από την Λευκάδα για Κέρκυρα, αναφέρει ότι σχεδίαζαν να κάνουν μια στάση σ’ αυτό, αλλά η φορά του ανέμου δεν ήταν ευνοϊκή και ως εκ τούτου αναχώρησαν απ’ ευθείας για Κέρκυρα.(26)

Εικόνα 9: Δορυφορική φωτογραφία της Λευκάδας, οπου σημειώνονται (με κόκκινο χρώμα) τα σημεία ελιμενισμού των πλοίων, στη Δυτική ακτή.

Να σημειωθεί ότι οι τίτλοι τέλους αυτών των «λιμανιών», θα έρθουν αργά, στο τέλος του 19ου αιώνα, όταν τα ιστιοφόρα των θαλασσών θα αντικατασταθούν με τα ατμόπλοια- τα οποία θα μπορούν να ταξιδεύουν μεγάλες αποστάσεις, χωρίς τα συνήθη προβλήματα ανεφοδιασμού. Φυσικά το οριστικό τους τέλος, ήρθε αργότερα, τον 20ο αιώνα, όταν ήρθε και η μεγάλη ανάπτυξη των χερσαίων συγκοινωνιακών μέσων που εξακολουθούν και σήμερα να καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος των αναγκών του εμπορίου στη περιοχή.

1) βλ.Σταματέλος Ι. (1851), σ.15
2 )Απόσπασμα, από τον Στράβωνα, κεφ. I, β΄. Βλ. Σταματέλος Ι. (1851), σ. 11
3)Αναφέρεται στον Όμηρο ως «Ακτή Ηπείροιος» και «Νήρικος» -βλ. Σταματέλος Ν. (1851) σ.2
4)«Leucadia nunc insula est…» (λγ΄. 17)
5) «Leucadia penisula quondam Neritis appellata,…» (δ΄.-I)
6)Αντίστοιχα για τους Παξούς και την Κέρκυρα, ο συντομότερος δρόμος είναι ΒΔ πορεία μετά την βραχονησίδα «Σέσουλα» που βρίσκεται περίπου στο μέσον της Δυτικής ακτογραμμής της Λευκάδας.
7) Θουκιδίδου «Ιστορίαι», Βιβλίο 6ο, 104.1
8) Δηλαδή στη Δυτική πλευρά του Νησιού
9) Βλ. Τσέλικας Α. (2006), σελ. 131-2
10) Ελληνικά, Γρατιανός Ζώρζης. Υπήρξε γόνος ευγενούς οικογενείας από την Βενετία. Πέθανε το 1362 Μ.Χ.
11) λ. Hopf C. (1870), σελ.304
12) Ελληνικά «Λιμάνι του Ανδεγαυού», από τον Graziano Zorgi, εκπρόσωπο των Ανδεγαυών κατακτητών στη Λευκάδα.
13) Θεωρείται πατέρας της Γεωγραφικής Επιστήμης. Υπήρξε επίσης ιστορικός και παιδαγωγός.

14) Βλ. Büsching A.F. (1773): τ. 23 σελ.273
15) α Ελληνικά γνωστός ως Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα (1478-1546)
16) Μια συμμαχία η οποία συστήθηκε από τον Πάπα Παύλο Γ
17) 1466-1560
18) Bλ. Bradford E. (1968): σελ. 177
19) Ιρλανδικής καταγωγής ιερέας και παιδαγωγός (1794-1877).
20) Βλ. Wright G. N. (1934): τ.1 σελ. 181
21) Τα Επτάνησα τότε ανήκαν πλέον στο «Βασίλειο της Ελλάδας».
22) Βλ. De Mordo D (1865): σελ.24. Τα ονόματα βουνών, ποταμών και θέσεων δεν μεταγλωτίστηκαν
23) Βλ. De Mordo D (1865): σελ. 103
24) Για το Porto Angius, βλ. Περδικάρης Α. (2018): σελ. 16-27
25) Muller C. (1822): σελ. 48-50
26) Muller C. (1822): σελ. 54

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Μαχαιράς Κ. (2010): «Το Ακρωτήριον Λευκάτας και ο ναός του Απόλλωνος» (Fagotto), Αθήνα.
2. Περδικάρης Α.(2018): «Ιστορία του Αγίου Νικήτα Λευκάδας» (αυτοέκδοση) Λευκαδα
3. Σκουτερόπουλος Ν. (μεταφρ.) (2011): «Θουκιδίδη Ιστορία», (Πόλις) Αθήνα
4. Σταματελος Ι. (1851): «Φιλολογικαί Διατριβαί περί Λευκάδος κατά τους Αποτάτους Χρόνους» (τυπογραφία Αγγελοπούλου) Αθήναι.
5. Σταυροπούλου- Γαζή Μ.(2008): «Μυκηναϊκός θολωτός τάφος στον Άγιο Νικήτα Λευκάδας» στο «Διεθνές συνέδριο αφιερωμένο στον Wilhelm Dörpfeld. Πρακτικά συνεδρίου. Λευκάδα 6-11 Αυγούστου 2006» σελ. 534-5 (Εκδ. : Περί τεχνών), Πάτρα.
6. Τσέλικας Α. (μεταφρ.) (2006): «Antonio Millo Isolario» (Adventure) Αθήνα
7. Bradford E. (1968): «The Sultan’s Admiral» ( I.B.Tauris & Co Ltd) London
8. Büsching A.F. (1773): «Nuova Geografia» (Presso Antonio Zatta) Venezzia
9. De Mordo D. (1865): «Saggio di una descrizione geografico-storica delle Isole Ionie (Eptanesia)» (Tipografia JONIA dei Frat. Caos) Corfu
10. Hopf C. (1870): «Γρατιανός Ζώρζης, Αυθέντης Λευκάδος, Ιστορική Πραγματεία» μεταφρ. Ι.Α. Ρωμανού (Τυπογραφείον Ιωνία, αφων Κάων) Κέρκυρα
11. Muller C. (1822): «Journey Through Greece and the Ionian Islands in June, July and August, 1821» (sir Richard Phillips and & Co) London
12. Wright G.N. (1834): «Dictionary of Geography» (Thomas Kelly, Paternoster Row) London

SUMMARY
Historic anchorages for sailing ships, in the west coast of Lefkada
The island of Lefkada was, from the antiquity, an important station for commercial and military ships moving from the Eastern to the Western Mediterranean Sea and vice versa. The passage along this island was often made on the West Coast, since in certain historical periods, the canal that separates it from the mainland was not in use, for technical or political reasons.

The author – studying certain historical sources- tries to identify the points on the West Coast of the island which were used as anchorages for merchant and warships in the area, and concludes that there were two of them: The one in the NW at a distance of about 2 km northeast of the current village of Agios Nikitas, and the other in SW, a little further south, close to the rocky island of Sessula […], on the beach of the current village of Dragano.

These historic anchorages, popular among the seafarers in the area, from antiquity to the 19th century, lost their importance in the 20th century, when sailing ships were replaced, gradually, by steamships, which did not need frequent refueling to complete a long journey in the Mediterranean.

Tags:Αγκυροβόλια πλοίων στη Δυτική ΛευκάδαΑντωνης Γ. Περδικάρης


Πηγή