Οι «πληγές» που άφησε στην Κέρκυρα η πτώχευση της Thomas Cook, γράφει ο Διονύσης Μάμαλος.

Τουρισμός Οι «πληγές» που άφησε στην Κέρκυρα η πτώχευση της Thomas Cook, γράφει ο Διονύσης Μάμαλος.

Καλά το έλεγαν οι αρχαίοι μας ότι «ενός κακού μύρια έπονται» και ο θυμόσοφος λαός με την ρήση ήταν στραβό το κλήμα, το έφαγε και ο γάιδαρος» και τα δύο αποτυπώνουν την πραγματικότητα της φετινής τουριστικής χρονιάς. Μια χρονιά που δεν πήγαινε καλά, τουλάχιστον σε σχέση και σε σύγκριση με τις 3-4 τελευταίες, τόσο στις αφίξεις όσο και στα έσοδα, έσκασε και το κανόνι της Thomas Cook και πλέον μετράμε «φέσια» και πληγές, αντί για έσοδα.

Είναι νωρίς να γίνει μια συνολική αποτίμηση της ζημιάς, δεν είναι μόνο τα χαμένα έσοδα και τα «φέσια», αλλά θα πρέπει να προσμετρηθούν και οι άλλες παράμετροι που ακολουθούν την πτώχευση του αρχαιότερου ταξιδιωτικού οργανισμού της Ευρώπης. Τα μέχρι σήμερα δεδομένα κάνουν λόγο για 40 κερκυραϊκά ξενοδοχεία που συμπεριλαμβάνονται στον μακρύ κατάλογο των «χαμένων» της πτώχευσης της Thomas Cook, στον οποίο κατάλογο θα πρέπει να συμπεριλάβουμε άγνωστο αριθμό ταξιδιωτικών γραφείων, καθώς επίσης άγνωστη είναι και το ύψος της ζημιάς που υπέστησαν, καθώς επίσης και άγνωστο αριθμό από βίλες και καταλύματα.

Αυτές είναι οι ζημιές που σχετίζονται με τις οικονομικές απώλειες των επιχειρήσεων και των επιχειρηματιών γιατί η πτώχευση του Thomas Cook έχει δημιουργήσει και άλλες στρεβλώσεις και δυσάρεστες συνέπειες. Κατ’ αρχή το ντόμινο εξελίξεων που «έφερε» την πτώχευση και της Neckermann και ενδεχομένως να ακολουθήσουν το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα πτωχεύσεις και άλλων μικρότερων τουριστικών οργανισμών. Οι πτωχεύσεις αυτές δημιουργούν ένα «κενό» στις πτήσεις που θα έφερναν τουρίστες το επόμενο χρονικό διάστημα του Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου. Έτσι κατά κάποιον τρόπο η τρέχουσα τουριστική περίοδος λήγει μάλλον άδοξα, την στιγμή που αρκετοί επαγγελματίες προσδοκούσαν σε κέρδη για να μειώσουν τις απώλειες των πρώτων μηνών κατά την έναρξη της περιόδου, που δεν ήταν οι καλύτεροι τόσο όσον αφορά τις αφίξεις, αλλά και τα έσοδα. Και σε όλα αυτά θα πρέπει να δούμε την αβεβαιότητα που δημιουργεί αυτή η εξέλιξη για το μέλλον. Όπως συμβαίνει στη ζωή έτσι και στην επιχειρηματικότητα και την οικονομία, όπου δημιουργείται κενό, αυτό καλύπτεται. Το ερώτημα που ανακύπτει είναι πως καλύπτεται, από ποιόν καλύπτεται και ποιος κερδίζει στο τέλος της ημέρας. Το σχεδόν μονοπωλιακό καθεστώς που ίσχυε με τους δυο μεγάλους τουριστικούς οργανισμούς «έσπασε», τι θα ακολουθήσει όμως; Θα αναπτυχθούν άλλοι μικρότεροι στην αρχή τουριστικοί οργανισμοί ή θα γίνει υπερσυγκέντρωση δύναμης σε έναν; Είναι πολλά τα ερωτήματα που ανακύπτουν και φυσικά δεν αφήνουν αδιάφορο τον τουριστικό μας προορισμό. Και εδώ τίθεται το ερώτημα. Μπροστά σε αυτές τις εξελίξεις που θα ακολουθήσουν είμαστε έτοιμοι να τις παρακολουθήσουμε και να αντιδράσουμε εγκαίρως; Ή περί άλλων τυρβάζουμε;

Είναι ένα ερώτημα που θα πρέπει να απασχολήσει όλους τους θεσμικούς εμπλεκόμενους φορείς, αλλά μέχρι στιγμής διακρίνω μια χαλαρότητα για να μην πω ότι έχουμε πέσει σε σιέστα.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στις «Επισημάνσεις της Κυριακής», 29-09-2019.


Πηγή