ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΠΑΤΡΙΝΩΝ (το αρχικό ρεπορτάζ του thebest.gr έχει εμπλουτιστεί από προσθήκες που μας έστειλαν αναγνώστες):
• Μινάρας = μαλάκας
• Δώμου = Δώσε μου
• Μπίζα = Αρακάς
• Μάπα = Λάχανο
• Χοντρομπίγουλη = φιδές
• Τουτουμάκια = Μακαρονάκι κοφτό (χυλοπίτες)
• μαντορίνια = μανταρίνια
• Αραποσίτι = Καλαμπόκι
• Γορδόνια = κορδόνια
• Κουρκουσάλι = χαλάζι
• Στάει = Στάζει (χύνεται)
• Πορτόνι = Αυλόπορτα
• Στουμπήχτηκα – Στούμπηγμα = Χτύπησα, μελάνιασα
• Ξεήγκλωτο = ξεχειλωμένο
• Μερελό = τρελό
• Τσερλιό = διάρροια
• κάλιασε = έτυχε
• σπίνωσέ το = βάλτο πιο σιγά, χαμήλωσέ το (ραδιόφωνο
• κοκότα = καρούμπαλο
• ψιλικά = μυρωδικά
• Λιανά = ψιλά (χρήματα)
• πέσε = πες
• χάμω = κάτω
• ντωτό = χαλαρό
• μπαμπουλωμένος = κουκουλωμένος
• καμιανού = κανενός
• πιλαλάω = τρέχω
• καλικούτσα= παίρνω κάποιον στην πλάτη
• έγκωσα = χόρτασα
• σκούρα = παντζούρια
• έφαγα μια γιαούρτη = ένα γιαούρτι
• κουντράω = τρακάρω χτυπάω
• πούμωμα, πούμωσα = κρύωμα, κρύωσα
• έκιωσα = τελείωσα
• έντωσα = τέντωσα έδεσα
• τσούπα = κοπέλα
• ταγιαντρεός = Του Αγίου Ανδρέα!!!!
• Τάντινο = λεπτό, ευαίσθητο
• ξεσβουρτσίστηκα = έπεσα, τσακίστηκα
•Ξεμπουντουλωμός = Χαλασμός (αέρας, βροχή)
• Τσουρούλια = τρέχει γρήγορα, μαλλιά κουβάρια
• Μπανταβό = χαζό
• Τσιμπίπo = σταφύλι
• Ερεψε = αδυνάτισε (βλπ.το ρεμένο)
• Καλικατζούρες = άσχημα γράμματα
• Ήσαντε= ήταν
• Κατσιφάρα = ομίλχη, πούσι
• Λιακωτό = ταράτσα
• Γούβα = Λακκούβα
• Αφερεμένο = χαζό
• Πίστρωσέ με = σκέπασε με
• Κούτσαβλος = κουτσός
• Λέρα = βρωμιά (λέρα πέτσα)
• Σακαφλιόρα = άσχημη, ξερακιανή γυναίκα
• Σκαμπίλια = σφαλιάρες
• κοκκινογούλια = ραπανάκια
• ξεμπουρίζω = παρασέρνω (τον ξεμπούρισε)
• σομάρα = κομάρα (έχω μιά…σομάρα απόψε)
• Τίρα =κοιτα
• σκουτί=πανι παλιο
• μπούζι = κρύος, παγωμένος
• μπαίγνιο = γελοίος, περίγελος
• Λούμπα=Λακούβα με νερό
• Αλιάδα = η σκορδαλιά
• Αχινέος = ο αχινός
• Χάβαρο = η αχιβάδα
• Πλανιδού = η γυναίκα πού μαζεύει τα πλανίδια
• Μιναροκεφτές = παράγωγο από το μινάρας
• Μαλακαντρέας = συνοδευτικό τού Ανδρέα
• Μπαγιόκο = τα αρκετά χρήματα
• Φοντάνα = ο δημόσιος κρουνός
• Αρούκατος=αδέξιος…
• Ποδέσου= φόρεσε παπούτσια,
• Καίνοσε ή Κένοσε=στρώσε τραπέζι
• Ρέλλο = στρίφωμα
• Τουτουμάκια: χυλοπίτες
• Πόμολο= χερούλι πόρτας ή παραθύρου
• Νίβομαι= πλένω το πρόσωπό μου
• Κάμαρα= δωμάτιο
• Κλειδωνιά= κλειδαριά
• Μπούλα=μασκαράς
• Αντε= φύγε
• Μπουρμπουλίθρες = φυσαλίδες
• Κόπανος = βλάκας, ηλίθιος
• Σιφονιέρα = έπιπλο τραπεζαρίας ή σαλονιού
• Τσίτσιρι = φρέσκα ρεβύθια
• Τσιμπίμπο – λευκή σταφίδα
•Σύρε = πήγαινε
• Μπίγουλι = φιδές
• Πασατέμπο = ψημένοι σπόροι κολοκύθας
• Φουσκές = χαστούκια
• Ήμουνα = ήμουν
• Φούσκα = μπαλόνι
• Χαζοβιόλα = αφηρημένη
• Χαμούρα = ξεπεσμένη
• Ψηλαλώνια = Υψηλά Αλώνια
• Χούφταλο = ηλικιωμένος
• Τενεκές = άχρηστος
• σέσκλα= σέσκουλα
• σαβουρώνω= τρώω ακατάσχετα
• Τη βρήκα = πέρασα καλά
Κι ακόμα:
· "γεια σου κι αλήθεια λέω" =στο φτέρνισμα
· κατσούλα=κουκούλα
· κατουρίστηκα = κατούρησα
· η κάδη = ο κάδος
· μεσάλα = τραπεζομάντηλο
· νευριάστηκα = νευρίασα
· Σκοτισαρχίδης= πολύ ενοχλητικός
· Σκιάχτηκα= φοβήθηκα
· Σκλεπού = η ασχημη γυναίκα
· Κοτέτσενα = αυτή πού ασχολείται με κότες
· Μπαρπουτσέλι = το μικρό μπαρμπούνι
· Σαρδελί = το σαρδελάκι
· Βοϊδογλιψά= φύτρες μαλλιών
· μακεδονιση=μαιντανος
· κοκοροβι=χοντρο χαλαζι
· πραματα-ζα=τα προβατα
· Μέσκουλα-Μεσκουλιά=Μούσμουλο(φρούτο)-Μουσμουλιά(δέντρο)
· Κρεμανταλάς = ο ψηλός ανδρας
· Αντούβιανος = ο βλάκας
· Μακρασκέλα = η γυναίκα με μεγάλα πόδια
· Κουσκουρού = η κουτσομπόλα
· Λίγδα = η μαύρη αλανιάρα τσιπούρα
· Λιγδοπούλα = η μικρή λίγδα
· Μιξινάρι = το κεφαλόπουλο
· Μανιαούρι = το προσφυγόπουλο
· Βοϊδογλιψά= φύτρες μαλλιών
· λαχανοπιτα=χορτοπιτα
· μακαροτσινια=κοφτο μακαρονακι (που φτιαχνουμε με τ χταποδι)
· μαλακιασμενο=μαλακισμενο
· μπατζουρια-εξωφυλλα ή τ αντιστροφο
· νιτερέσσα=δωσοληψία
· στιλιάρι, τζέρο=ξεροκεφαλος
· κοτσονούρης=διάολος
· σ εχει καβαληκει ο μπαρμπας σου=σε εχει βαλει ο διαολος
· κατσιμπουχέρι=μπάστακας
· μολιντίρι=μικρή σαύρα
· κεσάτια = αναδουλιές
· κολοσούρτης = τραίνο
· μπακαλιάρος, μπακαλάος = βακαλιάρος, βακαλάος
· παρασόλι = ομπρέλα για τον ήλιο
· παρωνύμι = παρατσούκλι, παρώνυμο
· σαλιόρα = η μεγάλη πετσέτα φαγητού
· σκουτέλι = κεσές γιαούρτι
· συρφετάσι = δοχείο μεταλλικό που έκλεινε σφιχτά, βάζανε το κολατσιό, το φαγητό για την εκδρομή.
· χαμουτζής = αυτός που δουλεύει στα γόνατα, μεταφορικά ο βρώμικος
· χαμάδες = ελιές, σταφύλια, φρούτα που έχουν πέσει κάτω (χάμω)
· Μαούνα – φορτηγίδα
· Λέγγα = παιχνίδι στις αλάνες
· Μακεδονήσι = μαϊντανός
· Καρναμπίκι = μπρόκολο
· Χεράμι= μάλλινο σκέπασμα
· Αλυσίβα=ζεστό νερό με στάχτη γι πλύσιμο ρούχων
· Παδέλα=πήλινη χύτρα
· Μετζάστρα= μισόκλειστα (παραθυρόφυλλα)
· μποναγράτσια= κουρτινόξυλο
· κεψές= τρυπητή κουτάλα
· ντένομαι= ντύνομαι
· έδωκα= έδωσα
· φιόρα= λουλούδια
· σίγλος= κουβάς
· απίστομήθηκα= έπεσα κάτω
· απίστομα= ανάσκελα
· μπλουγούρι= πλιγούρι
· ανάκαρα= αντοχή
· λουμίνια=φυτιλάκια
· μιναριστός=φραπέ
· ποκάμισο=πουκάμισο
· θα κάνει καιρός=θα κάνει κακό καιρό
· καψερός=καημένος
· "κάποιος πάει για χ__μο"=όταν σε πιάνει λόξυγγας (και καλά σε μελετάει αφοδεύοντας)
και ακόμη:
απίδι = αχλάδι
· (ν)ταμιζάνα = μπουκάλα για κρασί κυρίως αλλά και για λάδι
· σούφρα = πισινός
· σουφρώνω = κλέβω
· κατσαμαλίδα, κατσαμάλιασα = όταν από το κρύο η επιδερμίδα γίνεται με σπυράκια, σαν την πέτσα από το κοτόπουλο
· φοντανιέρα = το σκεύος με καπάκι που βάζουμε για φύλαξη ή σερβίρισμα τα φοντάν (γλυκά)
· υποβρύχιο = βανίλια στο ποτήρι με νερό
· μια δαχτυλήθρα = μικρή ποσότητα υγρού (όσο χώραγε η δακτυλήθρα που χρησιμοποιείται στην ραπτική)
· μαμαλίγκα, παπαλίνα = τα μικρά ψαράκια – γόνος (γαβράκια – μαριδούλα…)
· μαχαλάς = γειτονιά (στον Επιτάφιο έγινε μάχη από τα παιδιά του πάνω μαχαλά με τον κάτω μαχαλά)