Το λεξιλόγιο των Πατρινών – Μινάρας, κουρκουσάλι, ήσαντε, Ταγιαντρεός και άλλες 175 λέξεις

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΠΑΤΡΙΝΩΝ (το αρχικό ρεπορτάζ του thebest.gr έχει εμπλουτιστεί από προσθήκες που μας έστειλαν αναγνώστες):

• Μινάρας = μαλάκας

• Δώμου = Δώσε μου

• Μπίζα = Αρακάς

• Μάπα = Λάχανο

• Χοντρομπίγουλη = φιδές

• Τουτουμάκια = Μακαρονάκι κοφτό (χυλοπίτες)

• μαντορίνια = μανταρίνια

• Αραποσίτι = Καλαμπόκι

• Γορδόνια = κορδόνια

• Κουρκουσάλι = χαλάζι

• Στάει = Στάζει (χύνεται)

• Πορτόνι = Αυλόπορτα

• Στουμπήχτηκα – Στούμπηγμα = Χτύπησα, μελάνιασα

• Ξεήγκλωτο = ξεχειλωμένο

• Μερελό = τρελό

• Τσερλιό = διάρροια

• κάλιασε = έτυχε

• σπίνωσέ το = βάλτο πιο σιγά, χαμήλωσέ το (ραδιόφωνο

• κοκότα = καρούμπαλο

• ψιλικά = μυρωδικά

• Λιανά = ψιλά (χρήματα)

• πέσε = πες

• χάμω = κάτω

• ντωτό = χαλαρό

• μπαμπουλωμένος = κουκουλωμένος

• καμιανού = κανενός

• πιλαλάω = τρέχω

• καλικούτσα= παίρνω κάποιον στην πλάτη

• έγκωσα = χόρτασα

• σκούρα = παντζούρια

• έφαγα μια γιαούρτη = ένα γιαούρτι

• κουντράω = τρακάρω χτυπάω

• πούμωμα, πούμωσα = κρύωμα, κρύωσα

• έκιωσα = τελείωσα

• έντωσα = τέντωσα έδεσα

• τσούπα = κοπέλα

• ταγιαντρεός = Του Αγίου Ανδρέα!!!!

• Τάντινο = λεπτό, ευαίσθητο

• ξεσβουρτσίστηκα = έπεσα, τσακίστηκα

•Ξεμπουντουλωμός = Χαλασμός (αέρας, βροχή)

• Τσουρούλια = τρέχει γρήγορα, μαλλιά κουβάρια

• Μπανταβό = χαζό

• Τσιμπίπo = σταφύλι

• Ερεψε = αδυνάτισε (βλπ.το ρεμένο)

• Καλικατζούρες = άσχημα γράμματα

• Ήσαντε= ήταν

• Κατσιφάρα = ομίλχη, πούσι

• Λιακωτό = ταράτσα

• Γούβα = Λακκούβα

• Αφερεμένο = χαζό

• Πίστρωσέ με = σκέπασε με

• Κούτσαβλος = κουτσός

• Λέρα = βρωμιά (λέρα πέτσα)

• Σακαφλιόρα = άσχημη, ξερακιανή γυναίκα

• Σκαμπίλια = σφαλιάρες

• κοκκινογούλια = ραπανάκια

• ξεμπουρίζω = παρασέρνω (τον ξεμπούρισε)

• σομάρα = κομάρα (έχω μιά…σομάρα απόψε)

• Τίρα =κοιτα

• σκουτί=πανι παλιο

• μπούζι = κρύος, παγωμένος

• μπαίγνιο = γελοίος, περίγελος

• Λούμπα=Λακούβα με νερό

• Αλιάδα = η σκορδαλιά

• Αχινέος = ο αχινός

• Χάβαρο = η αχιβάδα

• Πλανιδού = η γυναίκα πού μαζεύει τα πλανίδια

• Μιναροκεφτές = παράγωγο από το μινάρας

• Μαλακαντρέας = συνοδευτικό τού Ανδρέα

• Μπαγιόκο = τα αρκετά χρήματα

• Φοντάνα = ο δημόσιος κρουνός

• Αρούκατος=αδέξιος…

• Ποδέσου= φόρεσε παπούτσια,

• Καίνοσε ή Κένοσε=στρώσε τραπέζι

• Ρέλλο = στρίφωμα

• Τουτουμάκια: χυλοπίτες

• Πόμολο= χερούλι πόρτας ή παραθύρου

• Νίβομαι= πλένω το πρόσωπό μου

• Κάμαρα= δωμάτιο

• Κλειδωνιά= κλειδαριά

• Μπούλα=μασκαράς

• Αντε= φύγε

• Μπουρμπουλίθρες = φυσαλίδες

• Κόπανος = βλάκας, ηλίθιος

• Σιφονιέρα = έπιπλο τραπεζαρίας ή σαλονιού

• Τσίτσιρι = φρέσκα ρεβύθια

• Τσιμπίμπο – λευκή σταφίδα

•Σύρε = πήγαινε

• Μπίγουλι = φιδές

• Πασατέμπο = ψημένοι σπόροι κολοκύθας

• Φουσκές = χαστούκια

• Ήμουνα = ήμουν

• Φούσκα = μπαλόνι

• Χαζοβιόλα = αφηρημένη

• Χαμούρα = ξεπεσμένη

• Ψηλαλώνια = Υψηλά Αλώνια

• Χούφταλο = ηλικιωμένος

• Τενεκές = άχρηστος

• σέσκλα= σέσκουλα

• σαβουρώνω= τρώω ακατάσχετα

• Τη βρήκα = πέρασα καλά

Κι ακόμα:

· "γεια σου κι αλήθεια λέω" =στο φτέρνισμα

· κατσούλα=κουκούλα

· κατουρίστηκα = κατούρησα

· η κάδη = ο κάδος

· μεσάλα = τραπεζομάντηλο

· νευριάστηκα = νευρίασα

· Σκοτισαρχίδης= πολύ ενοχλητικός

· Σκιάχτηκα= φοβήθηκα

· Σκλεπού = η ασχημη γυναίκα

· Κοτέτσενα = αυτή πού ασχολείται με κότες

· Μπαρπουτσέλι = το μικρό μπαρμπούνι

· Σαρδελί = το σαρδελάκι

· Βοϊδογλιψά= φύτρες μαλλιών

· μακεδονιση=μαιντανος

· κοκοροβι=χοντρο χαλαζι

· πραματα-ζα=τα προβατα

· Μέσκουλα-Μεσκουλιά=Μούσμουλο(φρούτο)-Μουσμουλιά(δέντρο)

· Κρεμανταλάς = ο ψηλός ανδρας

· Αντούβιανος = ο βλάκας

· Μακρασκέλα = η γυναίκα με μεγάλα πόδια

· Κουσκουρού = η κουτσομπόλα

· Λίγδα = η μαύρη αλανιάρα τσιπούρα

· Λιγδοπούλα = η μικρή λίγδα

· Μιξινάρι = το κεφαλόπουλο

· Μανιαούρι = το προσφυγόπουλο

· Βοϊδογλιψά= φύτρες μαλλιών

· λαχανοπιτα=χορτοπιτα

· μακαροτσινια=κοφτο μακαρονακι (που φτιαχνουμε με τ χταποδι)

· μαλακιασμενο=μαλακισμενο

· μπατζουρια-εξωφυλλα ή τ αντιστροφο

· νιτερέσσα=δωσοληψία

· στιλιάρι, τζέρο=ξεροκεφαλος

· κοτσονούρης=διάολος

· σ εχει καβαληκει ο μπαρμπας σου=σε εχει βαλει ο διαολος

· κατσιμπουχέρι=μπάστακας

· μολιντίρι=μικρή σαύρα

· κεσάτια = αναδουλιές

· κολοσούρτης = τραίνο

· μπακαλιάρος, μπακαλάος = βακαλιάρος, βακαλάος

· παρασόλι = ομπρέλα για τον ήλιο

· παρωνύμι = παρατσούκλι, παρώνυμο

· σαλιόρα = η μεγάλη πετσέτα φαγητού

· σκουτέλι = κεσές γιαούρτι

· συρφετάσι = δοχείο μεταλλικό που έκλεινε σφιχτά, βάζανε το κολατσιό, το φαγητό για την εκδρομή.

· χαμουτζής = αυτός που δουλεύει στα γόνατα, μεταφορικά ο βρώμικος

· χαμάδες = ελιές, σταφύλια, φρούτα που έχουν πέσει κάτω (χάμω)

· Μαούνα – φορτηγίδα

· Λέγγα = παιχνίδι στις αλάνες

· Μακεδονήσι = μαϊντανός

· Καρναμπίκι = μπρόκολο

· Χεράμι= μάλλινο σκέπασμα

· Αλυσίβα=ζεστό νερό με στάχτη γι πλύσιμο ρούχων

· Παδέλα=πήλινη χύτρα

· Μετζάστρα= μισόκλειστα (παραθυρόφυλλα)

· μποναγράτσια= κουρτινόξυλο

· κεψές= τρυπητή κουτάλα

· ντένομαι= ντύνομαι

· έδωκα= έδωσα

· φιόρα= λουλούδια

· σίγλος= κουβάς

· απίστομήθηκα= έπεσα κάτω

· απίστομα= ανάσκελα

· μπλουγούρι= πλιγούρι

· ανάκαρα= αντοχή

· λουμίνια=φυτιλάκια

· μιναριστός=φραπέ

· ποκάμισο=πουκάμισο

· θα κάνει καιρός=θα κάνει κακό καιρό

· καψερός=καημένος

· "κάποιος πάει για χ__μο"=όταν σε πιάνει λόξυγγας (και καλά σε μελετάει αφοδεύοντας)

και ακόμη:

απίδι = αχλάδι

· (ν)ταμιζάνα = μπουκάλα για κρασί κυρίως αλλά και για λάδι

· σούφρα = πισινός

· σουφρώνω = κλέβω

· κατσαμαλίδα, κατσαμάλιασα = όταν από το κρύο η επιδερμίδα γίνεται με σπυράκια, σαν την πέτσα από το κοτόπουλο

· φοντανιέρα = το σκεύος με καπάκι που βάζουμε για φύλαξη ή σερβίρισμα τα φοντάν (γλυκά)

· υποβρύχιο = βανίλια στο ποτήρι με νερό

· μια δαχτυλήθρα = μικρή ποσότητα υγρού (όσο χώραγε η δακτυλήθρα που χρησιμοποιείται στην ραπτική)

· μαμαλίγκα, παπαλίνα = τα μικρά ψαράκια – γόνος (γαβράκια – μαριδούλα…)

· μαχαλάς = γειτονιά (στον Επιτάφιο έγινε μάχη από τα παιδιά του πάνω μαχαλά με τον κάτω μαχαλά)


Πηγή

  • Δημοσιεύτηκε:

    30 Δεκεμβρίου 2018

  • Κατηγορίες:

    Κοινωνία