Μ’ ακριβοτάγιστα άτια…

Μ’ ΑΚΡΙΒΟΤΑΓΙΣΤΑ ΑΤΙΑ…

Γράφει ο Θοδωρής Γεωργάκης

Υπάρχουν καιροί, που τα μηνύματά του σαν
στέλνει ο θάνατος, τότε η μοίρα παράξενα
φωτιέται… Μπροστά της ξανοίγεται τ’ αλέγρο
πάντρεμα των πρωταγμάτων των καιρών, κι
οι γεραρές προσηλώσεις… Βιάζονται, το
ξένωμα να προφτάσουν των ξαγρυπνισμένων
καρδιών, πολύ πριν ακούσουν τις πρώτες
ντουφεκιές…

Κι ήρθε αλήθεια ο καιρός, π’ ανάβρυσαν τα
μάτια, κι η προσπέλαση του φόβου, πώς να
μην εξισωθούν με τους νέους φόβους, έγινε η
πρώτη τους φροντίδα και βγήκαν στης
Λευτεριάς το ξέφωτο, μ’ ακριβοτάγιστα άτια,
ξωπίσω τους σαν γροικούσαν τ’ αλύχτισμα
των σκύλων, πιότερο τη χαίτη στον άνεμο
να φεύγουν…

Φούντωσε μέσα τους, πελώριο γέννημα το νέο
μας τραγούδι, σαν ξαφνικά να κινούσε ταχύς
καρπός απ’ τους Ακρίτες, μέχρι τον νιόχτιστο
καρπό της Λευτεριάς, χιλιοτραγουδισμένο, απ’
τις φωνές που γένναγαν τα σώματα κι
άντρευαν αιματερά τη γνησιότητα της
φωτιάς…

Άπλα δώσανε στα κατορθώματα με το
σκάψιμο της ιστορίας οδηγό… Αμάρτησαν
χρόνια ολάκερα, σα δε γνοιάστηκαν τον πύρινο
λόγο του καλόγερου ν’ ακούσουν, όσες φορές
τους κάλεσε στο «Σταυρωθείτε»…

Και να οι διάπυρες καρδιές του έσχατου αιώνα
τους χείλη πόταξαν και μάτια, βρήκαν τη
δύναμη την ολιγώρια τους να μη συγχωρούν,
μήτε τ’ όνειρο μπόδισαν, σαν στο φάσμα της
λαμπρότητας κινούσε… Και πέταξαν, πέταξαν
πάνω απ’ τις ρηχιές του στέρεου ζόφου, τους
άπατους βυθούς της μεγάλης θάλασσας να
ψηλαφίσουν…

Έφτασαν πρώιμα, δίχως πριν και μετά, το
δάχτυλο να μπήξουν στα σημάδια των
καρφιών, μέταλλο στους ανώνυμους εραστές
των κρίσιμων στιγμών, υπέρλαμπρα τις
πρόσδεσαν στο στέριωμα της μεγάλης
καρδιάς…

Ανταίοι! Ξανάπιασαν τη δική τους γη,
χουχουλιασμένη στα πρώτα φλόγινα θυμιατά
των κραυγών του Ρήγα, μέσα τους
ασκούριαστος να χύνεται μπρούτζος και
σίδερο καυτό, ορτούς να τους
ξαναναστήσουν… Ίδιο τους κοίτασμα
προνόησαν οι καιροί, ανώρυχτος χαιρετισμός
να μοιάζει…

Αφιερωμένο στους Αγωνιστές της Ελευθερίας

Tags:Θοδωρής Γεωργάκηςποίηση


Πηγή