Τον παππού μου τον έλεγαν Ζώη

Της Πηνελόπης Κοψιδά

Τον παππού μου τον έλεγαν Ζώη. Για πολλά χρόνια, το όνομα Ζώης θεωρούσα ότι ήταν από τα πιο συνηθισμένα, μια και το ίδιο όνομα πήρε και ο αδερφός μου. Κάποια στιγμή, δεν ξέρω πότε ακριβώς, συνειδητοποίησα ότι, αν και στη Λευκάδα είναι πολύ συνηθισμένο, σε πολλά μέρη είναι άγνωστο. Όταν τύχαινε να το αναφέρω, έπρεπε να διευκρινίσω ότι πρόκειται για μικρό όνομα και όχι για επώνυμο.

Ο παππούς μου γιόρταζε, σαν σήμερα, των Αγίων Πάντων. Βαθιά θρησκευόμενος άνθρωπος, είχε και κάποιες «ιδιοτροπίες», γενικά εφάρμοζε στα πράγματα τη δική του οπτική. Τον θυμάμαι συχνά που έλεγε: «Θέλω να γιορτάζω με όλους τους αγίους μαζί». Έτσι, διάλεξε αυτή την ημέρα και την καθιέρωσε ως μέρα της ονομαστικής του γιορτής. Στην είσοδο του σπιτιού μας έχτισε κι ένα εικονοστάσι, αφιερωμένο στους Άγιους Πάντες. Θυμάμαι τη σκουροντυμένη σιλουέτα της γιαγιάς μου, τα βράδια, να διασχίζει σαν αερικό την αυλή και να φωτίζεται μόνο το πρόσωπό της από το αναμμένο καντηλάκι που πήγαινε να απιθώσει μέσα στο εικονοστάσι.

Εκείνη η μέρα του Ιουνίου ήταν πολύ ξεχωριστή για το σπίτι μας. Έχει καθιερωθεί στην μνήμη μου, ως γιορτινή μέρα, από πολλές απόψεις. Καταρχήν ήταν πάντα Κυριακή και οι Κυριακές στο χωριό ήταν κάτι πολύ αισθητό, το αντιλαμβανόσουν στο χώρο γύρω σου, στην ατμόσφαιρα του χωριού. Ήταν οι μέρες που οι χωριανοί όλοι με τα καλά τους ρούχα πήγαιναν στην εκκλησία και στη συνέχεια καλοντυμένοι πήγαιναν οι άντρες στο καφενείο και οι γυναίκες περπατούσαν στις γειτονιές. Συχνά την Κυριακή ο παππούς μου έφερνε από το καφενείο και κάποιον χωριανό, να φάει μαζί μας το μεσημέρι. Και η γιαγιά μου, αιφνιδιασμένη τον καλοδέχονταν, αλλά την άκουγα στην κουζίνα που μονολογούσε: «μπα χριστιανέ μου, δεν μπορούσες να μου πεις ότι θα φέρεις μουσαφίρη;». Μια τέτοια Κυριακή θυμάμαι ότι έφερε στο σπίτι μας για φαγητό έναν μακρινό του συγγενή που είχε ξενιτευτεί από νεαρή ηλικία και, ηλικιωμένος πια, είχε επιστρέψει στο χωριό. Για κάποιο λόγο δεν βρήκε τα πράγματα όπως τα περίμενε και αποφάσισε να ξαναφύγει. Δεν είχε όμως να πληρώσει τα ναύλα και έτσι εγκλωβίστηκε στο χωριό, μην ξέροντας τι να κάνει. Θυμάμαι ότι όταν τέλειωσε το γεύμα και έμειναν μόνοι στο τραπέζι, από μια γωνιά της πόρτας είδα ότι έβγαλε από το σακάκι του και του έδωσε τα εισιτήρια της επιστροφής για την ξενιτιά…

Ήταν και η διαύγεια του Ιουνίου που λαμποκοπούσε τριγύρω και χρωμάτιζε όμορφα εκείνη τη μέρα. Τα πάντα καταπράσινα, η αυλή γεμάτη λουλούδια και από πάνω τους κρεμασμένα τα άγουρα ακόμα σταφύλια της κληματαριάς, με φόντο το Ιόνιο που ήταν πιο γαλανό από ποτέ. Στα δέντρα είχαν ξεπροβάλει μικροί πράσινοι καρποί και όλη η φύση κυοφορούσε, οδεύοντας προς την αποκορύφωση του καλοκαιριού. Κι όλα αυτά τα συνόδευε και η αίσθηση ελευθερίας που με κατέκλυζε, καθώς μόλις είχαν κλείσει τα σχολεία και ξεκινούσαν οι μέρες του ατέλειωτου παιχνιδιού στις γειτονιές του χωριού.

Η προετοιμασία για τη γιορτή του παππού ξεκινούσε από τις προηγούμενες μέρες. Η γιαγιά μου έκανε την απαραίτητη καθαριότητα σε όλο το σπίτι, που εκείνη την ημέρα θα δέχονταν τους συγχωριανούς. Άσπριζε με ασβέστη τις αυλές, έβρισκε και τα καλά τραπεζομάντηλα, τα σεμέν και τα καρέ που θα έστρωνε στα τραπεζάκια και το αρμάρι. Την προηγούμενη μέρα κατεβαίναμε στη Χώρα για τα γλυκά, τα κεράσματα για τους επισκέπτες, που για την περίσταση αυτή λέγονταν «πανηγυριώτες». Πηγαίναμε στην κάβα της Ελένης, που μοσχοβολούσε από τα φρουτώδη αρώματα των χύμα λικέρ που πουλούσε, ανακατεμένα με την οξεία μυρωδιά του οινοπνεύματος. Η γιαγιά μου προτιμούσε το λικέρ μέντας, αλλά κάποιες φορές έπαιρνε και λικέρ ροδάκινο. Αυτό ήταν για τις γυναίκες. Για τους άντρες έπαιρνε κονιάκ. Στη συνέχεια έπαιρνε σοκολατάκια, που αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος της τελετουργίας του κεράσματος, μιας τελετουργίας που ήταν η ίδια σε όλα τα σπίτια του χωριού. Ακολουθούσε η αγορά του δεύτερου μεγαλύτερου και επίσης απαραίτητου γλυκού. Αυτό μπορεί να ήταν παστάκι ή μπακλαβαδάκι τυλιχτό, αμυγδαλωτό ή φρούτα γλασέ συσκευασμένα σε διαφανή σακουλάκια. Και έτσι ήμασταν πανέτοιμοι να δεχτούμε τους πανηγυριώτες….

Εκείνη την Κυριακή, μετά την εκκλησία όλο το χωριό περνούσε από το σπίτι μας. Έρχονταν μαζί τα αντρόγυνα γιορταστικά και καλοντυμένα. Περνούσαν στη μεγάλη σάλα του σπιτιού και κάθονταν στους καναπέδες και τριγύρω στο τραπέζι, γεμίζοντας το δωμάτιο. Οι πόρτες από τις κρεβατοκάμαρες που έβλεπαν στη σάλα ήταν πάντα ορθάνοιχτες. Αυτό ήταν μια συνήθεια που τηρούνταν απαραβίαστα σε όλα τα σπίτια που γιόρταζαν. Τα κρεβάτια ήταν στολισμένα με κοφτά σεντόνια, όμορφες πλεχτές κουβέρτες και κεντημένους γύρους. Και οι νοικοκυρές έριχναν τη ματιά τους και καμάρωναν τα όμορφα εργόχειρα. Ο παππούς μου κάθονταν στο κέντρο του τραπεζιού και η γιαγιά μου ξεκινούσε αμέσως τα κεράσματα. Πρώτα σερβίρονταν το λικέρ ή το κονιάκ, που οι καλεσμένοι το έπιναν κατευθείαν. Μετά ακολουθούσε το σοκολατάκι και μετά το μεγαλύτερο γλυκό, που είτε το έτρωγαν εκεί ή το έπαιρναν μαζί τους τυλιγμένο σε χαρτοπετσέτα. Οι συζητήσεις για τον καιρό και για τις σοδειές ανακατεύονταν με τις ευχές και τα αστεία των επισκεπτών και όλη αυτή η χαρούμενη φλυαρία συνόδευε το διαρκές πηγαινέλα των χωριανών που κρατούσε μέχρι το μεσημέρι. Και φεύγοντας, η γιαγιά μου τους συνόδευε στην αυλή. Οι γυναίκες κοίταζαν τις γλάστρες με τα λουλούδια της και συχνά τις φίλευε και κανένα φυντανάκι, που το έπαιρναν στοργικά τυλιγμένο στο μαντηλάκι τους, πράξη που τόνιζε την τρυφερή σχέση αλληλεξάρτησης με τη γη και το χώμα.

Εκείνη η μέρα θεωρώ ότι περιείχε συμπυκνωμένη την έννοια της πηγαίας, βαθιάς και άμεσης σχέσης που συνέδεε όλα τα μέλη του χωριού μας, του κάθε μικρού χωριού, λίθος ακρογωνιαίος στη λειτουργία της μικρής αυτής κοινότητας. Τα σπίτια ορθάνοιχτα, μέχρι τις κάμαρες και οι χωριανοί όλοι παρόντες. Χωρίς προσκλήσεις και συμβατικές δεσμεύσεις, χωρίς δώρα και υποχρεώσεις. Μια ευκαιρία για συνάντηση, για συζήτηση, μια ευκαιρία για χαλάρωση και διασκέδαση, τελευταίο ίσως κατάλοιπο των παλιών κοινωνικών εκδηλώσεων, των γιορτών με χορούς και πανηγύρια που οργανώνονταν στο παρελθόν σε κάθε ευκαιρία. Αλλά ήταν και η άμεση έκφραση της εκτίμησης και του σεβασμού που είχαν οι χωριανοί μεταξύ τους, μια πράξη που ο αποδέκτης της την υπολόγιζε πολύ, αφού ήταν γνήσια και στερέωνε τη θέση του ίδιου και της οικογένειάς του μέσα στο μικρό κύκλο του κάθε χωριού.

Κυριακή των Αγίων Πάντων σήμερα και η μνήμη μου ανέσυρε εικόνες, ήχους και αρώματα μιας άλλης εποχής…

Χρόνια Πολλά σε όσους γιορτάζουν!

Tags:Πηνελόπη ΚοψιδάΤον παππού μου τον έλεγαν Ζώη


Πηγή