Πάτρα-Φάκελος Καθαρίστριας:Δικάζονται δικογραφίες ή μήπως άνθρωποι; Θ. Αμπατζής, Γ. Παπαναστασόπουλος, Περ. Ντ […]

Εγινε πρώτο θέμα συζήτησης σ' όλη την Ελλάδα. 53χρονη γυναίκα παραποίησε πιστοποιητικό Δημοτικού, το κατέθεσε σε διαγωνισμό του υπουργείου Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων το 1996 και προσλήφθηκε ως καθαρίστρια σε κρατικό παιδικό σταθμό στο Βόλο. Το 2016 καταδικάστηκε από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων σε 15 χρόνια κάθειρξη για πλαστογραφία και απάτη και πριν λίγο καιρό το Πενταμελές Εφετείο Λάρισας…μείωσε την ποινή της σε κάθειρξη 10 ετών. Από τις 5 Νοεμβρίου εκτίει την ποινή της στις φυλακές της Θήβας. Η αίτηση αναστολής εκτέλεσης της ποινής της θα εκδικαστεί (μετά την παρέμβαση της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ξένης Δημητρίου) αύριο. Το μείζον ερώτημα: τι δικάζεται σε τέτοιες περιπτώσεις; Η…δικογραφία ή ο άνθρωπος; Και πόσο μπορεί να παρεκκλίνει ο δικαστής; Η «Π» ανοίγει το φάκελο της 53χρονης καθαρίστριας, δίνοντας το λόγο σε δύο διακεκριμένους νομικούς, τον κ. Θάνο Αμπατζή και τον κ. Γιάννη Παπαναστασόπουλο, και σε έναν διακεκριμένο ιατρό-καθηγητή, τον κ. Περικλή Νταβλούρο
Ο παραλογισμός του νόμου Του ΘΑΝΟΥ ΑΜΠΑΤΖΗ* Από τις ειδήσεις των τελευταίων ημερών. Πρώτη είδηση: Καθαρίστρια καταδικάστηκε σε 10 χρόνια κάθειρξη γιατί πλαστογράφησε το απολυτήριο του δημοτικού, παρουσιάζοντας τον εαυτό της ως απόφοιτη της στοιχειώδους εκπαίδευσης, ενώ αυτή είχε τελειώσει μόνο την Ε' τάξη. Δεύτερη είδηση: Με ποινή κάθειρξης από 9-15 χρόνια καταδικάστηκαν έξι Σέρβοι πολίτες που δολοφόνησαν πριν από ένα χρόνο τον Αμερικανό τουρίστα στο νησί της Ζακύνθου. Τρεις ακόμα αθωώθηκαν. Το θύμα χτυπήθηκε μέχρι θανάτου, όπως δέχθηκε το δικαστήριο, όμως η πρόθεση των δραστών δεν απέβλεπε σ' αυτό το αποτέλεσμα, αλλά στην πρόκληση επικίνδυνης σωματικής βλάβης του θύματος. Βρίσκει άραγε κανείς λογική διαβάζοντας αυτές τις ειδήσεις από το δικαστικό ρεπορτάζ; Προφανώς όχι. Ομως η στεγνή παράθεση των δικαστικών αποφάσεων, χωρίς εξηγήσεις για το πώς αυτές (οι αποφάσεις) δικαιολογούνται από τους κρίνοντες δικαστές, μπορεί να οδηγήσει σε λαθεμένα συμπεράσματα σχετικά με τον τρόπο που απονέμεται η δικαιοσύνη στη χώρα μας. Και εξηγούμαι: Η ταλαίπωρη καθαρίστρια είχε την ατυχία να παραπεμφθεί για το αδίκημά της αυτό με έναν αναχρονιστικό και ισοπεδωτικό για όλες τις περιπτώσεις νόμο του 1950 «περί καταχραστών του Δημοσίου», ο οποίος προβλέπει ότι αν το αδίκημα που διαπράττει κάποιος, όπως εν προκειμένω η «απάτη» της καταδικασθείσας, προκαλεί στο Δημόσιο ζημιά που υπερβαίνει τις 150.000 ευρώ, τότε η προβλεπόμενη ποινή είναι η ισόβια κάθειρξη. Ναι, όπως το διαβάζετε: Ισόβια κάθειρξη. Αν το δικαστήριο δεχθεί κάποιο ελαφρυντικό για τον κατηγορούμενο (και στην περίπτωσή μας πρέπει να δέχθηκε κάποιο), τότε το πλαίσιο της ποινής κατεβαίνει σε κάθειρξη 10 έως 20 χρόνια. Το Εφετείο Κακουργημάτων λοιπόν επέβαλε στην καθαρίστρια την ελάχιστη προβλεπόμενη ποινή για την πράξη της, αφού δέχθηκε και τη συνδρομή ελαφρυντικής περίστασης. Πώς όμως προέκυψε η ζημιά του Δημοσίου πάνω από 150.000 ευρώ; Είναι οι μισθοί που έλαβε αυτό το διάστημα, εργαζόμενη ως καθαρίστρια, που το σύνολό τους (προφανώς, λόγω των πολλών χρόνων εργασίας), ξεπερνά τις 150.000 €. Εδώ ακριβώς βρίσκεται ο παραλογισμός του νόμου, αλλά και της νομολογίας των δικαστηρίων μας: Το ότι θεωρείται ως ζημιά οι μισθοί της εργαζόμενης, παρά το ότι αυτοί εισπράχθηκαν όχι χωρίς αιτία, αλλά με την παροχή της εργασίας της!!! Μόνο αν το δικαστήριο θεωρούσε τους μισθούς ως αντάλλαγμα της παροχής της εργασίας, που έτσι ή αλλιώς πρόσφερε η στερούμενη βεβαίως απολυτηρίου εργαζόμενη, θα μπορούσε να μην επιβάλει ποινή ή να επιβάλει μια μικρή ποινή, αφού αδίκημα έτσι ή αλλιώς διαπράχθηκε. Ομως η νομολογία των δικαστηρίων μας δεν έχει αυτή την κατεύθυνση. Η δεύτερη περίπτωση αφορά στην απόφαση του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Πατρών που δίκασε τους δράστες της αφαίρεσης της ζωής του Αμερικανού πολίτη. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τα μέσα ενημέρωσης τόσο αμέσως μετά το έγκλημα, όσο και στη διάρκεια της δίκης, είχε προετοιμάσει το κοινό για πολύ αυστηρές ποινές. Ομως το δικαστήριο δεν ακολούθησε το «κοινό περί δικαίου αίσθημα». Γιατί άραγε; Προφανώς γιατί οι δικάσαντες την υπόθεση, επαγγελματίες δικαστές και ένορκοι, που επεξεργάστηκαν το υλικό της υπόθεσης, διαπίστωσαν ότι η πρόθεση των δραστών (περί αυτού πρόκειται) δεν στόχευε στην αφαίρεση ανθρώπινης ζωής, αλλά στον σοβαρό τραυματισμό του θύματος, οπότε η ποινική μεταχείριση των δραστών από άποψη επιβολής ποινών είναι τελείως διαφορετική. Αυτά τα γράφω για τους μη έχοντες γνώση για τον τρόπο λειτουργίας της δικαιοσύνης, δηλαδή τους μη ειδικούς, οι οποίοι κάθε φορά που ακούνε ή διαβάζουν στα μέσα μαζικής ενημέρωσης υποθέσεις δικαστικού ενδιαφέροντος πρέπει να είναι υποψιασμένοι ότι πολλές φορές οι μεταφέροντες σ' αυτούς τις πληροφορίες, χωρίς να το θέλουν, δεν αντιλαμβάνονται τις λεπτομέρειες της κάθε υπόθεσης και οδηγούν το κοινό σε λαθεμένες κρίσεις ή υπερβολικές προσδοκίες. * Ο Θάνος Αμπατζής είναι δικηγόρος.
«Αυθαίρετα παρακλάδια της απάτης» Του ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ* Το ζήτημα της λεγόμενης απάτης περί την πρόσληψη, με την προσκόμιση κάποιου πλαστού τίτλου σπουδών, απασχολεί τη νομική θεωρία και τη νομολογία επί σειρά δεκαετιών. Από το 2015, όμως, διαπιστώνεται μία στροφή των ποινικών δικαστηρίων επί το αυστηρότερο, χωρίς όμως τεκμηρίωση στους κανόνες του δικαίου. Η καθαρίστρια του Βόλου διορίσθηκε το 1996 δηλώνοντας ότι είναι τελειόφοιτη της ΣΤ΄ Δημοτικού, ενώ το γνήσιο πιστοποιητικό της έγραφε Ε΄ Δημοτικού. Εισέπραττε δε τον μισθό της από το Δημόσιο για 20 χρόνια, δουλεύοντας πραγματικά στο σχολείο. Κατ' αρχήν, το αδίκημα της πλαστογραφίας που έχει χρόνο τέλεσης το 1996, έχει ΠΑΡΑΓΡΑΦΕΙ. Με δεδομένο αυτό, αρχίζει ο νομικός τραγέλαφος, ο οποίος είναι αποτέλεσμα του πανικού και της υστερίας της κοινωνίας μας, ιδιαίτερα σε υποθέσεις «διαφθοράς». Κάτι πρέπει να «κατασκευάσουμε» προκειμένου να πατάξουμε τους «διεφθαρμένους». Ετσι (κυριολεκτικά) κατασκευάζεται το αδίκημα της απάτης και μάλιστα σε βαθμό κακουργήματος!!! Εξαπάτησε (λέει η απόφαση του δικαστηρίου) το Δημόσιο η καθαρίστρια, τόσο κατά την πρόσληψή της (με τον πλαστό τίτλο) το έτος 1996, όσο και κάθε μήνα που πληρωνόταν το μισθό της, εξακολουθητικά επί 20 χρόνια!!! Ομως, η πράξη της απάτης τελέστηκε άπαξ, δηλαδή με την υποβολή του πλαστού τίτλου το έτος 1996. Ουδέποτε άλλοτε. Ετσι ώστε και αυτή η πράξη να έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή. Τι θα κάνουμε τότε; (λέει η απόφαση). Θα «δημιουργήσουμε» εντελώς αυθαίρετα «παρακλάδια» της απάτης, με το να δεχθούμε ότι κάθε μήνα που λάμβανε το μισθό της η καθαρίστρια και παρασιωπούσε (δεν έλεγε) ότι το πιστοποιητικό της είναι πλαστό, διέπραττε εξακολουθητικά την απάτη της!!! Και έτσι, τη «φορτώνει» με 10 χρόνια κάθειρξη αφού είναι αδύνατον να ξεπεράσει το σκόπελο της παραγραφής και των δύο αδικημάτων (πλαστογραφίας και απάτης) που τελέστηκαν το μακρινό έτος 1996. Δεν υιοθετούμε ούτε εγκρίνουμε τη χρήση πλαστών πιστοποιητικών για την πρόσληψη σε κάποια θέση. Είναι σαφώς παράνομη πράξη και προφανώς άδικη αλλά και ανήθικη ως προς αυτούς που έχουν γνήσια έγγραφα και χάνουν την θέση. Όμως αυτή η «κατασκευή» είναι αίολη και διάτρητη νομικά. Προσκρούει στο άρθρο 98 του Ποινικού Κώδικα που ορίζει τι είναι το κατ' εξακολούθηση έγκλημα. Ομως, (και κυρίως) προσκρούει στο θεμελιώδες δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης, που αποτελεί συστατικό στοιχείο της δίκαιης δίκης, όπως δέχεται πάγια η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Στρασβούργο), το άρθρο 14 παρ. 3 περ. ζ του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και η νομολογία του Αρείου Πάγου. Δεν είχε νομική υποχρέωση η καθαρίστρια κάθε μήνα που λάμβανε τον μισθό της να λέει ότι το 1996 προσκόμισε πλαστό πιστοποιητικό. Αυτός ο συλλογισμός κείται εκτός πλαισίου νόμου και δικαίου. Κακώς, συνεπώς, κάκιστα, καταδίκασε το Δικαστήριο της Λάρισας την καθαρίστρια σε 10ετή κάθειρξη. Οχι μόνο παραβίασε τον νόμο, αλλά και την αρχή της αναλογικότητας μεταξύ παράνομης πράξης και ποινής που θεμελιώνεται στο άρθρο 28 του Συντάγματος. Σε ένα κράτος δικαίου ο δικαστής πρέπει να στέκεται ανάμεσα στα ατομικά δικαιώματα του ανθρώπου και την αυθαίρετη εξουσία του κράτους. Εχει εγγυητικό και ελεγκτικό ρόλο. Πρέπει να αποστασιοποιηθεί από την ιδιότητά του ως φορέα της ενιαίας κρατικής εξουσίας και να προτάξει την δικαστική του ανεξαρτησία, έχοντας στη φαρέτρα του τη μονιμότητα, αλλά (κυρίως) την ισοβιότητα που του προσδίδει το ίδιο το Σύνταγμα. Ούτε πρέπει να έχει ο δικαστής δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία, αστυνομική ή εισπρακτική (προς όφελος του δημοσίου ταμείου του κράτους) νοοτροπία, ούτε στη δικαστική του κρίση να εμφιλοχωρεί το ρεύμα της «κοινής γνώμης», όπως τη διαμορφώνουν τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Αλλά, η αξιοπιστία της δικαιοσύνης, η ακεραιότητα ή μη αυτής και ο ασφυκτικός «εναγκαλισμός» της από την εκτελεστική εξουσία χρήζουν ειδικής ανάλυσης. ·Ο Γιάννης Παπαναστασόπουλος είναι δικηγόρος.
«Ταξική δικαιοσύνη, λαϊκή δυσαρέσκεια» Του ΠΕΡΙΚΛΗ ΝΤΑΒΛΟΥΡΟΥ*
Η άδικη και εξοντωτική ποινή του πενταμελούς εφετείου κακουργημάτων σε μια καθαρίστρια, που πλαστογράφησε το πτυχίο δημοτικού για να προσληφθεί μέσω ΑΣΕΠ, ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών πανελληνίως. Πολιτικοί, δημοσιογράφοι, πολίτες όλων των πολιτικών αποχρώσεων, πέρα από την καταδίκη της απόφασης που ευρίσκεται σε αντίθεση με το κοινό περί δικαίου αίσθημα, διατύπωσαν απόψεις σχετικά με τη νομική ορθότητα αυτής, ενώ κάποιοι πήγαν ένα βήμα πιο πέρα, μιλώντας για «ταξική δικαιοσύνη». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι πολίτες έχουν δικαίωμα να κρίνουν τα προφανή και όσα μπορούν πραγματικά να καταλάβουν σε σχέση με την ερμηνεία των νόμων και της απονομής δικαιοσύνης. Αυτά κατά τη γνώμη μου περιορίζονται στην κρίση περί αναλογικότητας των ποινών σε σχέση με το αδίκημα. Η έλλειψη, λοιπόν, αναλογικότητας εις βάρος ενός αδύναμου οικονομικά μέλους της κοινωνίας ενίσχυσε και το επιχείρημα αυτών που αναλύουν πάντοτε τα γεγονότα μέσα από το πρίσμα της πάλης των τάξεων. Στη δημοκρατία, όμως, υπάρχει κατ' αρχάς ελευθερία έκφρασης και δικαίωμα ελέγχου της εξουσίας από τους πολίτες. Έτσι δημιουργήθηκε το κύμα αποδοκιμασίας. Παράλληλα, το νομικό μας σύστημα δίνει το δικαίωμα διεκδίκησης αναίρεσης της άδικης αυτής απόφασης, ενώ η πρωτοβουλία της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου για επίσπευση της συζήτησης του παραπάνω αιτήματος, αποδεικνύει ότι μπορεί η δικαιοσύνη να μην είναι πάντα τυφλή, αλλά σίγουρα δεν είναι κουφή. Και μπορεί η φτωχή καθαρίστρια να μην μπορεί να διεκδικήσει νομική εκπροσώπηση από ένα ακριβό δικηγορικό γραφείο -και αυτό είναι ίσως το μόνο ταξικό σε αυτή την υπόθεση- αλλά η λαϊκή δυσαρέσκεια δεν περιορίστηκε στο προλεταριάτο, ενώ η δυνατότητα έκφρασης της παραπάνω, ας μην ξεχνούν όσοι βιάστηκαν να μιλήσουν για «ταξική δικαιοσύνη», υπάρχει μόνο στη δημοκρατία και όχι σε ολοκληρωτικά καθεστώτα. Σίγουρα δε, μια άστοχη απόφαση, βασισμένη σε ένα νόμο του 1950 ο οποίος προφανώς πρέπει να αναθεωρηθεί, δεν είναι δυνατό να προσδώσει στη δικαιοσύνη και τους λειτουργούς της ταξικό πρόσημο. Η ατυχής αυτή υπόθεση, λοιπόν, δίνει την ευκαιρία να κατανοήσουμε τα πλεονεκτήματα της δημοκρατίας, την αλληλεγγύη των πολιτών απέναντι στο άδικο, ανεξάρτητα από κοινωνικές-οικονομικές τάξεις, ενώ δίνει την ευκαιρία να ανοίξει μια συζήτηση για την αναθεώρηση μιας νομολογίας που δεν ανταποκρίνεται στα προβλήματα της εποχής της. *Ο Περικλής Νταβλούρος είναι καθηγητής Καρδιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Πατρών.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΧΡΗΣΤΟΣ ΒΕΡΓΑΝΕΛΑΚΗΣ


Πηγή

  • Δημοσιεύτηκε:

    27 Νοεμβρίου 2018

  • Κατηγορίες:

    Αχαΐα